Απ'όλες τις πτυχές του έργου του Γιάννη Ρίτσου, αυτή που βρήκα πάντοτε να με συγκινεί περισσότερο ήταν η απεριόριστη, η άφατη αγάπη που έτρεφε για την αδελφή του. Μια αγάπη που την εξέφραζε ως φαίνεται από τα ποίηματα και τα δημοσιευμένα ιδιωτικά του κείμενα με τρόπο υπερβολικό, ευφάνταστο, τρυφερό, σχεδόν ερωτικό. Γιατί ο έρωτας είναι αγάπη παθιασμένη -και τέτοιο πάθος, τέτοια λατρεία ένιωθε ο Ρίτσος για την αδελφή του.
Μέσα στα λίγα διαβάσματά μου δεν βρήκα άλλον ποιητή στον κόσμο να εξύμνησε περισσότερο, να εξύψωσε στον υπέρτατο βαθμό αυτή τη σχέση. Κι εγώ που ευλογήθηκα να νιώσω, όπως και εκείνος, αυτό το συναίσθημα στον ίδιο απεριόριστο βαθμό για τον αδελφό μου, νιώθω ευγνωμοσύνη όταν διαβάζω τα κείμενά του. Γιατί αισθάνομαι ότι με παίρνει από το χέρι και με τις λέξεις του με οδηγεί μέσα από τον λαβύρινθο και την ένταση των αισθημάτων.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που διάβασα το Τραγούδι της Αδελφής μου. Λίγα αποσπάσματα από μιά ποιητική ανθολογία. Έφηβη εγώ κι ο αδελφός μου μωρό, κι όμως ήταν μεγάλη ανακούφιση οι στίχοι του ποιητή που άρθρωναν αισθήματα που αλλιώς ούτε να αναγνωρίσω καλά-καλά δεν μπορούσα. Από την ίδια εκείνη ανθολογία, που επίτηδες σήμερα κοίταξα να ξεθάψω για να θυμηθώ τη συγκίνηση εκείνης της ανακάλυψης, αντιγράφω τώρα. Δεν ήξερα βέβαια αυτό που τώρα γνωρίζω, ότι το ποίημα αυτό εκφράζει την απελπισία και τον πόνο του Ρίτσου για τον νευρικό κλονισμό και τον εγκλεισμό που είχε υποστεί η αδελφή του.
Αδελφή μου,
δεν είμαι πιά ποιητής
δεν καταδέχομαι νάμαι ποιητής.
Είμαι ένα πληγωμένο μυρμήγκι
που έχασε το δρόμο του
μες στην απέραντη νύχτα.
Αναδεύω την τέφρα
των πυρπολημένων Απριλίων
και δε βρίσκω μιά σπίθα
για ν'ανάψω την αρχαία θερμάστρα.
Εσύ εζύγισες
τους θησαυρούς των αιώνων
μες στη λεπτή παλάμη σου.
Εσύ εγκρέμισες τα όρη
όπου αναπαύονταν οι ποιητές.
Κ'εγώ δεν είμαι πιά ποιητής.
Το ξέρω,
οι ποιητές
δε ρυπαίνουν με δάκρυα
τις κρυστάλλινες πολιτείες.
Αγρυπνούν
με το βλέμμα τους ίσο κι αθόλωτο
για να μετρούν
τις φρικιάσεις του φωτός
και τους παλμούς του σύμπαντος.
Αδελφή μου, σου'χα τάξει
να σου φέρω τ'αθάνατο νερό.
Σούχα τάξει να ρίξω τον ήλιο
στην ποδιά σου.
Τώρα κραυγάζεις:
"Αδελφέ μου, διψώ
πού'ναι τ'αθάνατο νερό
να ξεδιψάσω;
Αδελφέ μου κρυώνω
που'ναι ο ήλιος
να ζεστάνω τα χέρια μου;"
Και μένω ασάλευτος κι ανήμπορος.
Εγώ που περιπλανήθηκα
στους ουρανούς
δε δύναμαι να διατρέξω
μιά σπιθαμή γης.
Κάτω απ'το χιόνι ακούω
τις ρίζες του παλιού μας κήπου
να με δένουν στο χώμα.
Κ'έχω ξέχασει να βαδίζω.
Σκύβω πάνω απ'το χάος
της ψυχής σου
γεμάτος δέος.
Τ'άστρα συγκρούονται
στους βυθούς των ματιών σου
κ' οι μάχες των θεών
ματώνουν τα σπλάχνα σου.
Πώς να πλάσω την πυρκαϊά σου
σε ψυχρή προτομή νηνεμίας;
Είχα πιστέψει κάποτε στον ουρανό,
μα εσύ μού'δειξες
τα βάθη της θάλασσας
με τις νεκρές πολιτείες
με τα λησμονημένα δάση
με τους πνιγμένους θορύβους.
Και τώρα ο ουρανός βυθίστηκε
-πληγωμένος γλάρος-
μέσα στη θάλασσα.
Το χέρι μου που σούχτιζα
γεφύρι της αβύσσου
γκρεμίστηκε.
Κοίταξέ με,
πόσο γυμνός και πόσο αθώος
κείτομαι μπρός σου.
Κρυώνω αδελφή μου.
Ποιός θα μας φέρει πιά τον ήλιο
να ζεστάνουμε τα χέρια μας;
Σωπαίνω κι αφουγκράζομαι.
Κανείς δεν περνά
στο νύχτιο δρόμο.
Τ'άστρα ναυάγησαν
στα σκουριασμένα μάτια
του μαδημένου αετού
που ταλαντεύεται στο χείλος
των σκοτεινών επάλξεων.
Τα δεμένα σου χέρια
φράζουν την έξοδο.
Μόνο η φωνή σου περιτρέχει
τους διαδρόμους της νύχτας
χτυπώντας το μακρύ της ξίφος
πάνω στις πλάκες.
Είναι αργά.
Μήτε ο θάνατος με δέχεται
μήτε η ζωή.
Πού θα πάω;
Πρωτομαγιά. Ημέρα γενέθλια, ημέρα μνήμης για τον Γιάννη Ρίτσο. Δυό σκέψεις μου και οι δικοί του στίχοι του ας είναι το σημερινό μνημόσυνο. Ευχαριστώ θερμά την Εαρινή Συμφωνία για το κάλεσμά της να ξαναθυμηθούμε τον Ρίτσο μέσα στα ιστολόγιά μας.
10 σχόλια:
Λόγια εδώ δε χωράνε.
Κλίνουμε όμως ευλαβικά το γόνυ...
Σ΄ευχαριστουμε.
Καλό μήνα!
Κι αυτές οι δύο παπαρούνες...
Κόκκινο της φωτιάς που λες και βγήκαν μέσα απ΄το ποίημα.
Πολύ καλή πρωτοβουλία, μπράβο! Δυστυχώς δεν έχω αδέρφια και δεν μπορώ να νιώσω το συναίσθημα που περιγράφει ο Ρίτσος και έχεις νιώσει και εσύ για τον αδερφό σου. Και σε ζηλεύω γι' αυτό...
varometro
Αγαπημένα δαιμόνια,
σωστά το γράψατε: κλίνει κανείς το γόνυ μπροστά στο μεγαλείο του ποιητή.
Οι δυό παπαρούνες σκέφτηκα ότι είναι ένα ταιριαστό κατευώδιο (και όχι κατευόδιο) για το ταξίδι αυτού του κειμένου στη θάλασσα των ιστολογίων. Χαίρομαι που σας άρεσαν.
Αγαπητό μου Βαρόμετρο,
το ωραίο στην περίπτωσή σου είναι ότι θα μπορέσεις αυτό το υπέροχο συναίσθημα μέσα από τα παιδιά σου. Και πιστεύω ότι πρέπει να είναι αληθινή ευτυχία για έναν γονιό να βλέπει κάτι τέτοιο. Σου το εύχομαι ολόψυχα!
Μακράν ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής...
τόσο
πολύ
συγκινητικό
!
Εγώ ευχαριστώ, αγαπημένη Ιφιμέδεια. Και τι ωραίο κείμενο!
Διαχρονική ομορφιά στα λόγια ενός από τους καλύτερους ποιητές του προηγούμενου αιώνα.
Καλησπέρα :)
Ωραία πράματα!
Δημοσίευση σχολίου