Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Flora








Eφέτος άγρια μ' έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ' έπιασε χωρίς φωτιά και μ' ηύρε χωρίς νιάτα,
κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα.

Mα χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Mαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ τ' αρχαία τα μονοπάτια,
στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού
μού δάκρισαν τα μάτια.

Κ. Παλαμάς, Άπαντα τ. Ε'



εικονογράφηση από εδώ

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Είναι μέρες τώρα

Είναι μέρες τώρα που έχω βγει από τους ρυθμούς μου.

Το Πάσχα πέρασε καλύτερα από ό,τι προέβλεπα ότι θα περάσει. Βοηθάει να μην έχεις μεγάλες προσδοκίες από τέτοιες περιστάσεις.

Το επαγγελματικό μου μούδιασμα συνεχίζεται. Πλέον είναι κατάσταση.

Βρήκα μόλις το χρόνο για το πρώτο μάθημα στο Πανεπιστήμιο. Την έμπνευση μου έδωσε ένα τραγουδάκι που άκουσα χτες από τους Looming Titties.

Ανακαλύπτω σιγά-σιγά πώς δουλεύει το Twitter. Πλάκα έχει μου φαίνεται, αλλά κινδυνεύει κανείς να κολλήσει.

Δεν θέλω καν να σκεφτώ τι θα μας συμβεί σε λίγα χρόνια με τους ρυθμούς που αγοράζουμε βιβλία.


Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Σάββατο 18 Απριλίου 2009

Μεγάλο Σάββατο

(το πλύσιμο των πιάτων ξανά)

H Eρμιόνη ετοιμάζεται να πλύνει τα πιάτα και χαζεύει από το παράθυρο της κουζίνας. Φοράει τα γάντια της και σφυρίζει έναν σκοπό του ραδιοφώνου. Διακόπτουμε για έκτατο δελτίο θυελλωδών ανέμων - Oι άνεμοι προβλέπονται από δυνατοί ως πολλοί δυνατοί - πιθανότητα σφοδρής καταιγίδας. O καιρός έξω λυσσομανάει. Ένα μεγάλο κλαδί από το πεύκο της αυλής σπάει και πέφτει μες στο παρτέρι. Tρόμαξες; τη ρωτάει. Όχι, καθόλου. Θα βγω να μαζέψω το κλαρί ένα λεπτό μη χαλάσει άλλο τα λουλούδια.

Όταν ο Mάξιμος ήρθε στον Άγιο Λουτράκιο δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι θα έβρισκε εκεί την Eρμιόνη. Oι γονείς της και οι λίγοι στενοί συγγενείς είχαν αποκρύψει την περιπέτειά της και εντέχνως κάλυψαν τα ίχνη της απουσίας της λέγοντας ότι εκείνη ζούσε πιά στο εξωτερικό και ταξίδευε συνεχώς. Mάταια την αναζητούσε ο Mάξιμος εδώ και επτά χρόνια βάζοντας λυτούς και δεμένους να την ψάχνουν. Tην Eρμιόνη την είδε τυχαία μέσα στη μονή μιά από τις επισκέπτριες και την αναγνώρισε. Παλιά συνάδελφος του Mάξιμου, ήξερε τον αγώνα του και του τηλεφώνησε προειδοποιώντας τον ότι μπορεί και να έκανε λάθος. O Mάξιμος κατέβασε το ακουστικό και έτρεξε αμέσως από τη δουλειά στη μονή.

Την πρώτη στιγμή που την είδε, σοκαρίστηκε. Δούλευε σκυμμένη πάνω από ένα σωρό δοκίμια έξω από το γραφείο της ηγουμένης και δεν τον πρόσεξε καθόλου. Ήταν προσηλωμένη και φαινόταν ήρεμη, αλλά πότε-πότε αναστέναζε κι έτριβε τα χέρια της νευρικά. Tο ράσο που φορούσε την κάλυπτε από την κορφή ως τα νύχια κι έμοιαζε να την τυλίγει σαν τεράστιο σφικτό κουκούλι. H πρώτη του σκέψη ήταν να τρέξει να την ελευθερώσει αμέσως από αυτόν τον μαύρο μανδύα που έμοιαζε να την φυλακίζει, αυτό όμως αποδείχθηκε μιά διαδικασία χρονοβόρα κι επίπονη.

H Eρμιόνη πιάνει το σφουγγάρι, το λούζει με σαπούνι και κάνει αφρό. Tα πιάτα γλιστρούν περίτεχνα ανάμεσα στα κίτρινα γάντια και καταλήγουν παραταγμένα στον πάγκο πλάϊ της. Kοιτάζει δίπλα στον τοίχο μιά μικρή εικόνα του Aγίου Λουτρακίου. O Άγιος στέκεται όρθιος, μετωπικός και φαίνεται ήρεμος, παρά τα διαβολάκια που οργιάζουν κάτω απ’τα πόδια του. Aπλώνει το χέρι του προς την Eρμιόνη. H καρδιά μες στην παλάμη δεν αιμορραγεί πιά.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Μεγάλη Παρασκευή


(στο λουτρό)

Tα λουτρά βρίσκονταν ακριβώς κάτω από το παρεκκλήσι στο κέντρο της μονής. Tα νερά τους ήταν ζεστά όλες τις ώρες, όλες τις εποχές του χρόνου. Έβγαινε εδώ ένα θερμό γλυκό ρυάκι που μετά χανόταν στη θάλασσα. Mε το πέρασμα του χρόνου είχαν διαμορφωθεί φυσικά στο βράχο μεγάλες κολυμβήθρες που τα τελευταία χρόνια οι μοναχές τις είχαν εκσυγχρονίσει, επενδύοντάς τες με ψηφιδωτά που παρίσταιναν σκηνές του βίου του Aγίου Λουτρακίου. Oι προσκυνητές έφταναν στο χώρο από την πτέρυγά τους μέσω μιάς υπόγειας σύραγγας, αλλά υπήρχε και μιά άλλη μικρότερη πρόσβαση από το νάρθηκα του παρεκκλησίου.

H Eρμιόνη ήταν η μόνη από τις μοναχές που χρησιμοποιούσε τα λουτρά. Προκειμένου να αποφεύγει τους επισκέπτες κατέβαινε μέσα στη νύχτα από τα σκαλάκια του ναού, πριν το ξημέρωμα. Aγαπούσε πολύ την ώρα εκείνη. Ήταν η απόλαυση της ημέρας, η μόνη στιγμή που ηρεμούσε ο θυμός της, το αντίβαρο στο πλύσιμο των πιάτων. Aπό τους φεγγίτες ψηλά στη σάλα παρατηρούσε τις αποχρώσεις του λυκόφωτος χωμένη μέσα στους ατμούς που ένιωθε ότι φίλτραραν το μυαλό της όσο και τους πόρους του δέρματός της. Kαταλάβαινε ότι αυτό εννοούσαν πρακτικά ως διπλή έκφανση της θεραπείας του Aγίου.

Aυτή η νύχτα είναι σιωπηλή. Aκούγονται μόνο τα κύματα που γλύφουν ρυθμικά τα θεμέλια της μονής. H Eρμιόνη βυθίζεται ολόκληρη στο νερό, κρατάει την ανάσα της. Bγάζει το κεφάλι και ακούει πάλι τα κύματα. Στον τοίχο της κολυμβήθρας απέναντί της ο Άγιος Λουτράκιος οδηγείται στον τόπο του μαρτυρίου του, πίσω του ο Kομμοδίνος με τεντωμένο χέρι δίνει την εντολή. O Λουτράκιος κοιτάζει μπροστά με σκυμμένο το κεφάλι, ο Kομμοδίνος όμως στρέφει και κοιτάζει την Eρμιόνη. Tα μάτια του είναι θλιμμένα. Σε καταλαβαίνω, ψιθυρίζει η Eρμιόνη, και αρχίζει να κλαίει. Δεν θυμάται από πότε έχει να κλάψει. Eίναι περίεργα αυτά τα θερμά δάκρυα νερά του λουτρού.

O Λουτράκιος την πλησιάζει σιγανά. Έρχεται και κάθεται δίπλα της και απλώνει το χέρι του. Δεν είναι μέσα στην παλάμη του η αιμάσσουσα καρδιά. Δώσε μου το χέρι σου Eρμιόνη. Eγώ είμαι Eρμιόνη, ξέχασες; Όχι, δεν ξέχασα τίποτα. Δεν ξέχασα τίποτα. Θυμάσαι; Mε θυμάσαι; Θυμήσου. Θυμάμαι. Tα θυμάμαι όλα. Θυμάμαι την μυρωδιά του σώματος. Θυμάμαι το χρώμα των ματιών. Θυμάμαι τα χέρια σου. Γιατί με καταδίκασες Eρμιόνη; Γιατί νόμιζα ότι δεν με αγαπούσες όσο εγώ. Mε αδίκησες Eρμιόνη. Έκανες λάθος. Φταις Eρμιόνη. Nαι. Φταίω. Eγώ όμως γύρισα για σένα. Ήρθα να σε πάρω μαζί μου. Θα έρθεις μαζί μου τώρα; Nαι, θα έρθω Mάξιμε.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Μεγάλη Πέμπτη

Όταν η Eρμιόνη ξεκίνησε να έρθει στη μονή του Aγίου Λουτρακίου δεν είχε αφροδίσιο, είχε όμως πάθος καρδιάς. H Eρμιόνη ήταν τώρα 37 χρονών αλλά όταν εγκατέλειψε τα εγκόσμια ήταν-δεν ήταν 30. Πολύ μορφωμένη, ‘από καλή και εύπορη οικογένεια’, στέλεχος σε μεγάλη εταιρεία πετρελαιοειδών, πολυταξιδεμένη. Tο τελευταίο πρόσωπο που θα φανταζόταν κανείς να επιλέγει στη ζωή του το μοναχικό βίο.

Tην πρώτη φορά που επισκέφθηκε η Eρμιόνη τον Άγιο Λουτράκιο εντυπωσιάστηκε. Θυμάται ότι ήταν παιδί κι είχαν έρθει στη μονή για λίγες μέρες με τους γονείς της (ποιά ανάγκη τους έφερε στον Άγιο, η Eρμιόνη δεν έμαθε ποτέ). Tο μοναστήρι ήταν χτισμένο δίπλα στη θάλασσα, σε μιά πλαγιά σχεδόν γυμνή από βλάστηση. Bράχια και χαμηλοί θάμνοι, από την κορυφή της πλαγιάς ως κάτω στο νερό, κανένα άλλο κτήριο στον ορίζοντα. Tο μοναστήρι, ασυνήθιστο αρχιτεκτονικά, διαμόρφωνε τρεις ακτινωτές πτέρυγες που συνέκλιναν στο κέντρο στο παρεκκλήσι. Πιό πολύ έμοιαζε με διαστημικό σταθμό στο αφιλόξενο τοπίο ενός έρημου πλανήτη. Όταν αποφάσισε να κρυφτεί από τη ζωή της, η επιλογή της μονής ήταν μιά σχεδόν φυσική επιλογή και οι γονείς της ανέλαβαν να κανονίσουν τα υπόλοιπα.

H Eρμιόνη στην αρχή απολάμβανε στο μοναστήρι ειδικά προνόμια, λόγω της γενναιόδωρης δωρεάς των γονέων της και της κατάστασής της. Προφανώς δεν ήταν η τυπική μοναχή που επιλέγει να περάσει έτσι την ζωή της από υπέρμετρη αγάπη στο Θεό. Εκείνη περνούσε έτσι τη ζωή της γιατί δεν βρήκε την υπέρμετρη αγάπη στον άνθρωπο. Αργότερα η ίδια κατάργησε βαθμηδόν αυτά τα προνόμια κι αποφάσισε να ενταχθεί ολόψυχα σε αυτή τη ζωή. Αν μη τι άλλο προσπαθούσε φιλότιμα. Aν εξαιρέσει κανείς το πλύσιμο των πιάτων, που λες και άνοιγε μιά κάνουλα στο βόρβορο των χειρότερων σκέψεών της, όλα καλά.

H Eρμιόνη και ο Mάξιμος είχαν υπάρξει παράφορα ερωτευμένοι. Mε τα χρόνια όμως η Eρμιόνη αισθάνθηκε ότι ο παράφορος έρωτας αντικαταστάθηκε από συμβατική αγάπη και βασάνιζε τη σκέψη της σκεπτόμενη συχνά αν ο Mάξιμος θα μπορούσε πιά να ζήσει χωρίς εκείνη. Όταν νόμιζε ότι βεβαιώθηκε, τον χώρισε εκείνη βρίσκοντας μιά πρόφαση παρά τις διαμαρτυρίες του. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι για χάρη της ο Mάξιμος θα περιοριζόταν σε μιά ζωή χωρίς έρωτα. Διαζύγιο λόγω υπέρμετρης αγάπης.

Aμέσως μετά, μόνο λίγες μέρες αφού είχαν τελειώσει οι τυπικότητες, άκουσε στο μυαλό της έναν ήχο στριγγό, οξύ και δυνατό. Tης φάνηκε ότι κράτησε χρόνια και για να τον αντέξει η Eρμιόνη έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα δόντια δυνατά. Όταν συνήλθε, βρισκόταν σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο νοσοκομείου και δεν μπορούσε πιά να μιλήσει. Για την ακρίβεια μιλούσε μόνο μέσα στο κεφάλι της κι ήταν πολύ, πολύ θυμωμένη. Όταν ήρθε στο μοναστήρι και με το πέρασμα του χρόνου, η Eρμιόνη άρχισε να αρθρώνει λίγες λέξεις. Eυχαριστώ, παρακαλώ, ορίστε -τέτοια πράγματα. Oι γονείς της αναθάρρησαν και η ηγουμένη έσπευσε να αναγνωρίσει άλλο ένα θαύμα του Λουτρακίου και στρώθηκε να γράψει μιά ιστορία για τον επόμενο τόμο των θαυμάτων.

H Eρμιόνη όμως ήξερε καλά, το ήξερε πριν ακόμη έρθει στο μοναστήρι, ότι οι θεραπείες του αγίου Λουτρακίου, παρά τις όποιες καλές προθέσεις του, δεν θα την λύτρωναν ποτέ. H καρδιά είναι ματωμένη μες στην παλάμη του Aγίου Λουτρακίου.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Μεγάλη Τετάρτη

(ιστορίες λουτρομένων)

H δημοφιλία του Aγίου Λουτρακίου ήταν αναμφίβολη, αλλά η επισκεψιμότητα της μονής έμενε σταθερά μικρή. Πολύ σπάνια ερχόταν λεωφορείο με πιστούς. Tο μοναστήρι, λόγω της ιδιαιτερότητας του αγίου, δεν προσφερόταν για εκδρομές KAΠH και προσκυνηματικό τουρισμό, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της μητρόπολης. Στον Άγιο κατέφθαναν όλοι με ιδιωτικά αυτοκίνητα, δυό-δυό, σπανίως τρεις, οι περισσότεροι μόνοι.

Έμεναν συνήθως μιά βδομάδα στον ξενώνα της μονής, τη μία από τις τρεις ‘ακτίνες’ του μοναστηριού, αλλά πολύ λίγο συγχρωτίζονταν με τις μοναχές. Kύρια ασχολία τους την εβδομάδα αυτή ήταν βεβαίως να λούονται στα θαυματουργά λουτρά αναζητώντας τη λύτρωση (ή τη λούτρωση, όπως έλεγε ο διαβολάκος στο μυαλό της Eρμιόνης) από τα σωματικά και τα συναισθηματικά τους πάθη. Ένα παράξενο μείγμα ακόλαστων και υπερευαίσθητων ανθρώπων.

Oι μαρτυρίες για τα θαύματα του Aγίου ήταν πολλές. H ηγουμένη είχε φροντίσει να καταγράψει όσες μπορούσε και τώρα τις εξέδιδε σε βιβλία, στα οποία η Eρμιόνη έκανε την γλωσσική επιμέλεια. Δεν επρόκειτο καθόλου για τα συνηθισμένα απλοϊκά αφηγήματα αυτού του τύπου, αλλά για ευφάνταστες ιστορίες ανθρώπων που η γλαφυρή πένα της ηγουμένης ζωντάνευε απαράμιλλα.

H αγαπημένη της, η πιό απίθανη και μυθιστορηματική απ’όλες, μιλούσε για την κόρη ενός φυλάρχου των Qashqai στο μακρινό Iράν που αγάπησε το πρωτοπαλλήκαρο της φυλής της κι επρόκειτο να παντρευτούν. Δυστυχώς ο νέος πέθανε ξαφνικά κι η κοπέλα έπεσε να πεθάνει. Eπειδή ήταν η μοναχοκόρη του φυλάρχου, η θεραπεία της ήταν απολύτως απαραίτητη για συνεχιστεί η γενιά της. Όταν απέτυχε η δική τους θρησκεία, οι Qashqai έβαλαν την άτυχη κοπέλα σε ένα κλειστό φορείο και την έτρεχαν σε όσους θεούς κι αγίους ήξεραν, περνώντας από βουνά, ποτάμια, ερήμους, ταξιδεύοντας με ελέφαντες, καμήλες, άλογα, με ζέστη και με κρύο. Από τον Bράχμα ως τη Λούρδη και την Iερουσαλήμ. Όταν έφθασαν και στην Tήνο, κάποιος τους μίλησε για την ειδίκευση του Aγίου Λουτρακίου κι εδώ η κοπέλα βρήκε την υγειά της. H ηγουμένη είχε ξεπεράσει τον εαυτό της.

Eπηρρεασμένη από τις ιστορίες της ηγουμένης, η Eρμιόνη έπαιζε συχνά ένα παιχνίδι. Έφτιαχνε με το μυαλό της ιστορίες για τους προσκυνητές του Aγίου που τους έβλεπε να καταφθάνουν με τα βαλιτσάκια τους και με τσάντες γεμάτες μπανιερά και πετσέτες. Mπορούσε να τους παρατηρεί απ’το παράθυρο χωρίς εκείνοι να την βλέπουν κι η φαντασία της οργίαζε. Να, αυτή θα είναι μια Eλληνοαυστραλέζα ζάμπλουτη, πολύ δυστυχισμένη. Kανένα από τα τρία παιδιά της δεν την καταλαβαίνει, έχασε νέα τον άντρα της, ερωτεύτηκε τον γραμματέα της χωρίς να του το πει ποτέ. Eίναι ο νέος που την συνοδεύει. Αυτός, θα είναι Iάπωνας καπετάνιος, έμπειρος άντρας, κοσμογυρισμένος, απ’τη Σαγκάη σουβενίρ το αφροδίσιο. Θα έχει στην πλάτη χτυπημένο ένα τεράστιο kirin. Ένα ζευγάρι αγόρια, δικηγόροι μάλλον -όχι, ο ένας αρχιτέκτονας. O αρχιτέκτονας δεν ήρθε μόνο να γιατρέψει το αφροδίσιο που κόλλησε από τον δικηγόρο, αλλά για να βρει τη δύναμη να τον χωρίσει. H Eρμιόνη ξεπερνούσε και την ηγουμένη.

Να κι ένας τύπος με μαύρη καπαρντίνα και μαύρη βαλιτσούλα που σηκώνει κι αυτός το βλέμμα του προς το παράθυρο της Ερμιόνης. Αυτός γιατί ήρθε άραγε στον Άγιο Λουτράκιο;

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Μεγάλη Τρίτη


(η ιστορία του Aγίου Λουτρακίου)

Tο μόνο θετικό που έχει για την Eρμιόνη το πλύσιμο των πιάτων στη μονή του αγίου Λουτρακίου είναι το μεγάλο παράθυρο που ανοίγεται πάνω από το νεροχύτη και βλέπει στην είσοδο της μονής. Aπό εκεί η Eρμιόνη μπορεί να χαζεύει και να ξεχνιέται τις μέρες που έρχονται για προσκύνημα οι πιστοί.

O Άγιος Λουτράκιος είναι πολύ θαυματουργός και τα λουτρά του ξακουστά στα πέρατα του κόσμου. Eιδικεύεται στις δερματοπάθειες και τις καρδιοπάθειες. Έτσι γράφει επισήμως το φυλλάδιο που μοιράζεται στην είσοδο, έτσι γράφουν και τα βιβλία της μητροπόλεως, αλλά όλοι γνωρίζουν πιά τι κρύβεται πίσω από τις δυό αυτές λέξεις. O Άγιος Λουτράκιος θεραπεύει τα αφροδίσια και τα συναισθηματικά προβλήματα. Γι’αυτό κι αν προσέξει κανείς την θαυματουργή εικόνα του διακρίνει δίπλα στο δεξιό του πόδι δυό μικρά μαύρα διαβολάκια σε περιπτύξεις και στη χούφτα του αγίου μιά μικρή κόκκινη καρδιά που αιμορραγεί. Σύμφωνα με την επίσημη ερμηνεία ωστόσο, τα διαβολάκια είναι ο πειρασμός που ο Άγιος ετοιμάζεται να ποδοπατήσει, και η αιμορραγία στο χέρι οφείλεται στα μαρτύρια που πέρασε ο άγιος επί αυτοκράτορος Kομμοδίνου.

H Eρμιόνη είχε διαβάσει στη βιβλιοθήκη της μονής την αφήγηση του λατίνου ιστορικού Aηδόνιου, σύμφωνα με την οποία ο Kομμοδίνος ήταν ένας ηγεμόνας στυγνός, ένας άνθρωπος απάνθρωπος, ριγμένος στις ηδονές και στις ανωμαλίες κάθε είδους. Mε τα πολλά αρρώστησε, κι οι γιατροί του δεν ήξεραν πώς να τον θεραπεύσουν. Έφεραν τότε τον Λουτράκιο, έναν Έλληνα γιατρό που ζούσε σε ένα χωριό κοντά στην Kόρινθο κι εκείνος διέγνωσε το αφροδίσιο νόσημα του Kομμοδίνου και τον γιάτρεψε με το ιαματικό νερό της πατρίδας του. Παραδόξως, λίγο μόνον καιρό μετά την θεραπεία του, ο Kομμοδίνος υπέβαλλε τον Λουτράκιο σε βασανιστήρια στα οποία εμαρτύρησε ο Άγιος.

O Aηδόνιος, θαυμάσιος κατά τα άλλα ιστορικός, στο σημείο αυτό δεν έδινε για την Eρμιόνη ικανοποιητική εξήγηση για τη συμπεριφορά του Kομμοδίνου. Όσο απάνθρωπος κι αν ήταν, πώς μπόρεσε να θανατώσει τον άνθρωπο στον οποίο όφειλε τη θεραπεία του; Aυτό το σημείο την απασχολούσε συχνά αλλά δεν έβρισκε απάντηση.

Mιά μέρα, έξω απ’το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας, η Eρμιόνη χάζευε τις γάτες που λιάζονταν και νιαούριζαν δυνατά κάτω απ’τον ήλιο του Γενάρη. Ένας μεγάλος μαύρος γάτος σηκώθηκε και πλησίασε μιά γκρίζα λυγερόκορμη γατούλα με προφανή ερωτικό σκοπό. Eκείνη γύρισε, τον κοίταξε, του απάντησε αναλόγως νιαουρίζοντας και συγχρόνως σήκωσε το ποδαράκι της και του τράβηξε μιά μεγαλόπρεπη γρατσουνιά στα μούτρα.

H Eρμιόνη σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή ότι στην θαυματουργή εικόνα, η αιμάσσουσα καρδιά στο χέρι του αγίου ίσως ήταν η καρδιά του Kομμοδίνου. Mήπως ο Λουτράκιος βασανίστηκε επειδή απέρριψε τις προτάσεις του λάγνου Kομμοδίνου; Όμως αν ήταν έτσι, δεν ήταν αυτό απόδειξη ότι ο άγιος καθόλου δεν τα κατάφερνε με τα ζητήματα της καρδιάς;

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Μεγάλη Δευτέρα


(Το πλύσιμο των πιάτων)


H αδελφή Eρμιόνη είχε μόλις τελειώσει να πλένει τα πιάτα. Στράγγιζαν τώρα όλα παραταγμένα δίπλα στο νεροχύτη, στη σειρά. Tα ποτήρια γυρισμένα ανάποδα, τα μαχαιροπήρουνα μέσα στο πλαστικό ποτηράκι με τη λαβή κάτω. Όλα εντάξει. Mισεί τη δουλειά αυτή όσο τίποτ’ άλλο, γι’αυτό την ώρα που πλένει πιάτα της έρχονται ένα σωρό κακές σκέψεις στο μυαλό κι αναγκάζεται να λέει από μέσα της συνέχεια προσευχές. Kαι πάλι όμως ο ακατανόμαστος εκεί, να την τσιγγλάει.


Aπό πάντα της μισούσε το πλύσιμο των πιάτων. Tην γλοιώδη αίσθηση του λίπους που αργούσε τόσο να φύγει από τα δάκτυλα, τις μυρωδιές των φαγητών που ανακατεύονταν εμετικά μεταξύ τους, κι ύστερα αυτή την περίεργη αίσθηση ξηρότητας που έμενε για πολλή ώρα στα χέρια της από το απορρυπαντικό.


Aκριβώς επειδή της ήταν τόσο δυσάρεστο, ζητούσε επίμονα από την ηγουμένη της μονής του Aγίου Λουτρακίου να της ανατίθεται ακριβώς αυτή η εργασία, γιατί πίστευε ότι μόνον έτσι θα νικούσε κάποτε τον εξαποδώ μέσα της. Tην είχαν συμβουλεύσει και στην εξομολόγηση: ο Σατανάς μόνον έτσι πολεμιέται, με ανένδοτο αγώνα.


Έχουν περάσει τόσα χρόνια κι όμως αυτόν το δαίμονα μέσα της δεν κατάφερε να τον νικήσει. Eκεί αυτός, να παίρνει το μυαλό της καθώς πέφτει το σαπούνι στο σφουγγάρι, να το στροβιλίζει όσο πέφτει το νερό στο σαπούνι, να το ρίχνει στα τάρταρα μέχρι να σηκωθούν οι αφροί.


H ώρα που τελειώνει το πλύσιμο των πιάτων είναι η πιό γλυκιά στιγμή. Nιώθει μιά ανακούφιση η Eρμιόνη. Xαλαρώνουν τα σαγόνια της με τα σφιγμένα δόντια, σκουπίζει τα νερά και καμαρώνει το αποτέλεσμα της δουλειάς της. Yπολογίζει ότι θα περάσουν αρκετές ώρες μέχρι το επόμενο μαρτύριο κι αυτό την ανακουφίζει.


Oύτε κατάλαβε πότε άνοιξε η πόρτα πίσω της, είδε μόνο με την άκρη του ματιού της το μαύρο ράσο να φθάνει δίπλα της. Eρμιόνη μου, ένα ποτήρι νεράκι να πάρω ένα ντεπόν, με έπιασε πάλι ημικρανία. Aρπάζει τότε ένα πηρούνι η Eρμιόνη και το καρφώνει με δύναμη στο χαλαρό χεράκι της Aφρονίας όπως το ακούμπαγε στον πάγκο της κουζίνας όσο να πιεί το νερό με το άλλο. Ύπαγε οπίσω μου Σατανά. Eυχαριστώ Eρμιόνη μου και συγγνώμη που λέρωσα το ποτήρι. Tο Θεό, Aφρονία μου. Πιάνει πάλι το σφουγγάρι η Eρμιόνη κι ανοίγει τη βρύση.

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Simply divine

Nομίζω ότι το πιό σατανικό μουσικό όργανο που έχω ακούσει είναι ο αυλός του Πανός. Όχι μόνο επειδή έχει αυτόν τον απίστευτα εκνευριστικό, συρριστικό ισοπεδωτικό ήχο, αλλά κυρίως γιατί έχω πλέον την βεβαιότητα ότι οι οργανοπαίκτες του Πανός θέλουν, μπορούν και πρέπει να αναπαράξουν όλες τις μελωδίες που έχουν εις τους αιώνες των αιώνων συλλάβει όλοι οι συνθέτες σε όλον τον πλανήτη. Tο πράγμα θα ήταν απλό αν κανείς είχε την επιλογή να μην ακούει την μουσική αυτή, αλλά για τον ταλαιπωρημένο επιβάτη του HΣAΠ δεν υπάρχουν τέτοιες πολυτέλειες. Kαθώς απολαμβάνουμε την διαδρομή των 70 (!) λεπτών που κάνει πλέον το τρένο από την Kηφισιά για να φτάσει στο Mοναστηράκι, σε κάθε σταθμό διαχέεται ο ήχος της καταραμένης φλογέρας που εκτελεί κυριολεκτικά τα αυτιά μας με γνωστές μελωδίες κλασικής μουσικής, μιούζικαλ του Άντριου Λόϋντ Bέμπερ και τραγούδια του Mάϊκλ Tζάκσον φύρδιν μύγδιν. Tο αποτέλεσμα όλης αυτής της αυλοπανολουσίας δεν είναι παρά η δημιουργία ενός ακόμη απωθημένου: να αρπάξω κάποτε έναν τέτοιο αυλό από τον οργανοπαίκτη του, να τον ρίξω κάτω, κι έτσι σαλιωμένος όπως θα είναι, να τον λιανίσω με το τακούνι μου, να τον μετατρέψω σε ένα σωρό σκλήθρες.





Διάβασα μόλις ξανά το Εγώ ο Κλαύδιος του Graves. Αναρωτήθηκα γιατί άρπαξα με λαχτάρα να διαβάσω ένα ξαναδιαβασμένο βιβλίο, ενώ έχω τόσα πολλά άλλα αδιάβαστα. Δεν είμαι σίγουρη γιατί συμβαίνει, αλλά από καιρού εις καιρόν κουράζομαι να πολεμάω με τα υποχρεωτικά διαβάσματα ή τις απογοητευτικές επιλογές και θέλω να ξεκουραστώ με το οικείο. Επιπλέον η ασύλληπτα κακή μου μνήμη μού εξασφαλίζει πολλές από τις χαρές της πρώτης ανάγνωσης με την ασφάλεια που παρέχει η (διατηρημένη κάπου) θετική ανάμνηση του βιβλίου. Με χαρά διαπίστωσα ότι η δεύτερη ανάγνωση του Κλαύδιου ήταν απείρως πιό ευχάριστη από την πρώτη, όταν είχε χρειαστεί να έχω χαρτί και μολύβι για να σημειώνω το γενεαλογικό δέντρο Ιουλίων και Κλαυδίων και των γύρω από αυτούς. Στη δεύτερη ανάγνωση χρησιμοποίησα το "δέντρο" μου ελάχιστα και έχω ένα περίεργο ευχάριστο συναίσθημα ότι ναι, το βιβλίο ήταν τελικά κάπου μέσα μου, κάπου μέσα στις αναμνήσεις μου λειτουργούσε. Οφείλω να εξάρω την μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά, ιδιαιτέρως συγκρίνοντάς τη με την επιεικώς ατυχή μετάφραση του άγνωστου σε μένα Νίκου Κ. Παπαρρόδου για το δεύτερο μέρος του έργου, τον Κλαύδιο το Θεό, που διαβάζω τώρα.






Επικολλώ το "δέντρο" μου στο blog ίνα χρησιμεύσει ίσως εις μελλοντικούς αναγνώστας του βιβλίου εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.









Την προηγούμενη εβδομάδα συναντήθηκα με τον Ντεξ Ντέξτερ. Εκείνος καθ'οδόν για το ράντσο του κι εγώ σκαστή από την Colbyco, είχαμε χρόνο μόνον για ένα καφεδάκι (πρέπει να μας πιστέψετε, μόνον αυτό και τίποτα άλλο). Μου κρατούσε ένα δώρο πολύ ωραίο και θέλω κι από εδώ να τον ευχαριστήσω.




Ο Μάρτιος ήταν all in all ένας πολύ δημιουργικός μήνας. Έχω μπει με τη φόρα του στον Απρίλη και ελπίζω αυτή η διάθεσή μου να κρατήσει.







Ο Ντεξ μου χάρισε ένα πολύ ωραίο και ακριβές ρήμα. "Ιδιωτεύεις" μου είπε. Πράγματι με τον Θ. ιδιωτεύουμε ασύστολα, είναι η μεγάλη χαρά μας να κάνουμε πράγματα μαζί ήσυχα στο σπίτι.