Όταν ξεκίνησα να δημοσιεύω κείμενά μου στο ιστολόγιο αυτό είχα πάρει την απόφαση, για διάφορους λόγους, να αποκρύψω όσο γίνεται περισσότερο την ιδιότητά μου της αρχαιολόγου. Πιστεύω ότι έκανα αρκετά καλή δουλειά, αποφεύγοντας όσο γινόταν τις εθνικιστικές συζητήσεις, την αρχαιολατρεία, τη δημοσίευση κειμένων που σχετίζονται με την συναρπαστική δραστηριότητά μου. Δεν το κατάφερνα πάντα. Όλο και κάποιος στομφώδης ημιμαθής θα με εκνεύριζε, όλο και κάποια αναφορά θα ξέφευγε σε κάποιο ποστ. Μισώ τους αρχαιομανείς και ευελπιστώ ότι δεν είμαι. Αλλά αγαπώ την ιστορία, αγαπώ την αρχαιολογία και έχω αφιερώσει στις ανασκαφές και την έρευνα περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια της ζωής μου.
Κατά καιρούς ανέκυψαν στην επικαιρότητα διάφορα ζητήματα για τα οποία είχα και έχω πολύ συγκεκριμένη άποψη. Η πτώση του στεγάστρου στην Σαντορίνη ή η κατεδάφιση των κτιρίων της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ήταν κάποια από αυτά. Έγραψα αλλού, υπέγραψα, αλλά εδώ στο ιστολόγιό μου τίποτα. Το ίδιο και για το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως.
Δεν έγραψα ποτέ αυτό που αισθάνθηκα κοιτάζοντας τους γερανούς που ξεφορτώνουν τις κάσες με τα αναθήματα από το Βράχο στο Νέο Μουσείο. Δεν έγραψα ποτέ, γι’αυτό ας το κάνω τώρα. Ας γράψω επιτέλους ότι οι γερανοί αυτοί κατεβάζουν για πρώτη φορά κι οριστικά μετά από 27 αιώνες αναθήματα ιερά που οι αρχαίοι ανέβασαν στο βράχο με χίλιους κόπους με σκοπό να μνημονεύσουν ες αεί την ευλογία των θεών που πίστευαν. Με ποιο δικαίωμα, σκέφτομαι, καταργούμε την προσφορά τους και καμαρώνουμε για τις τεχνικές μας δυνατότητες ασεβείς στο σεβασμό τους;
Ας είναι. Οι εποχές αλλάζουν και η αρχαιολογία οφείλει να ανταποκρίνεται στα αιτήματα των καιρών, ναι; Μια (ακόμη) επιστήμη που οφείλει να εξυπηρετεί το φαντασιακό των Ελλήνων.
Είχα στη σύντομη πορεία μου την ευκαιρία να συνεργαστώ με πολλούς σημαντικούς αρχαιολόγους. Με μάθανε πολλά, μα νομίζω ότι τα σπουδαιότερα ήταν η αγάπη για τους ανθρώπους που έζησαν σ’αυτή τη γη πριν από μας και ο θαυμασμός για τους δασκάλους τους. Ένας τέτοιος δάσκαλος ήταν ο Γιάννης Μηλιάδης. Ο Μηλιάδης υπήρξε Έφορος Ακροπόλεως και Διευθυντής του Μουσείου από το 1941 ως τη δεκαετία του 1960. Μαζί με τους λίγους αρχαιολόγους της εποχής του ήταν από τους πρωτεργάτες της σωτηρίας των ελληνικών αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αγωνιστής στις μάχες της αρχαιολογικής υπηρεσίας να ορθοποδήσει στα δύσκολα κατοπινά χρόνια. Είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω μόνο από δημοσιευμένες γι’αυτόν απόψεις, θετικές και αρνητικές, αλλά, το σπουδαιότερο, και από προσωπικά αρχειακά του κείμενα. Και σχημάτισα την εντύπωση ότι ήταν αν μη τι άλλο ένας μαχητής. Ένα από τα αποτελέσματα των μαχών του ήταν το Παλιό –ας το πούμε έτσι τώρα- Μουσείο Ακροπόλεως, το καμάρι του, έργο ζωής για το οποίο δεχόταν συγχαρητήρια από ανθρώπους από όλον τον κόσμο. Κάθε φορά που βλέπω το Παλιό Μουσείο, σκέφτομαι εκείνον.
Φυσικά όλοι οι άνθρωποι δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο και προπάντων οι επιστήμονες πρέπει να μάθουν να εξοβελίζουν τους συναισθηματισμούς τους. Σήμερα το πρωί μαθαίνω από το έγκριτο ιστολόγιο της Advocatus Diaboli ότι κάποιοι άλλοι επιστήμονες και ειδικοί, πολύ λιγότερο συναισθηματικοί από μένα, όταν βλέπουν το Παλιό Μουσείο Ακροπόλεως σκέφτονται κάτι άλλο.
Σκέφτονται ένα αναψυκτήριο.
Κι εγώ σκέφτομαι ότι πρέπει πιά να γράψω, να μιλήσω, να φωνάξω και να μην φοβάμαι.
Ακούω πιά καθαρά τον Γ. Μηλιάδη. Που γράφει σε μια αδημοσίευτη επιστολή του με αφορμή τα χάλια της αρχαιολογικής υπηρεσίας εν έτει 1935 «Αλλά ως που θα πάει αυτό; Και δεν είμαστε τάχα κι εμείς ένοχοι με την ανοχή μας; [..] δυστυχώς έχουμε χάσει τη συνοχή μας και σαν πραγματικοί ρωμηοί νομίζουμε ότι το φρονιμώτερον είνε να κοιτάει καθένας μας να κάνει μόνος του τη δουλειά του.»
Στους ανθρώπους εκείνους που βλέπουν το Παλιό Μουσείο σαν αναψυκτήριο, αφιερώνω, έτσι συναισθηματικά, όπως συναισθηματικά έγραψα και το σημερινό μου κείμενο κι όπως συναισθηματικά τελικά θεραπεύω αυτή την επιστήμη, το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Β. Πετράκου, Τα Αρχαία της Ελλάδος κατά τον Πόλεμο 1940-1944 (σ. 142).
Η μόνιμη παραμονή στρατιωτικών στην Ακρόπολη είχε γενικότερες δυσμενείς συνέπειες για τα μνημεία. Οι Ιταλοί πρώτοι πρώτοι κατέλαβαν το μουσείο και αφού ερεύνησαν το γραφείο του Διευθυντή (22 Ιανουαρίου 1942), εγκαταστάθηκαν σ’αυτό. Στις αίθουσες των αρχαϊκών αετωμάτων εγκατέστησαν το πλυντήριό τους και το μαγειρείο και το υπόλοιπο μουσείο μεταβλήθηκε σε στρατώνα. Ο Βράχος έγινε στρατιωτική περιοχή, όπου οι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν τα πολεμικά μηχανήματα χωρίς φροντίδα για τον τόπο. Άναβαν φωτιές για το πρόχειρο φαγητό τους, βρώμιζαν τα μνημεία με βενζίνες, πετρέλαια και μηχανέλαια και, όπως ήταν φυσικό, μεταχειρίζονταν τα απόμερα σημεία της Ακροπόλεως για αποχωρητήρια. Μαρτυρείται μάλιστα πώς ούτε ο Παρθενώνας ούτε τα Προπύλαια γλύτωσαν από τη χρήση αυτή. Στους Έλληνες αρχαιολόγους φοβερή εντύπωση έκαμε η φωτογράφηση Ιταλών στρατιωτών αγκαλιά με τις Κόρες του Ερεχθείου. Ακόμη φοβερότερη, ότι στην Ακρόπολη σύχναζαν και οι ερωτικοί σύντροφοι των Ιταλών. Δεν παράλειψαν ακόμη οι ίδιοι να θραύουν αρχιτεκτονικά μέλη για απόσπαση αναμνηστικών κομματιών ή να χαράζουν τα ονόματά τους στα μάρμαρα των μνημείων.