Ήταν ένα κομψοτέχνημα. Είχε λαβή από ελεφαντόδοντο και στην ατσάλινη λάμα, ένθετο σε κάθε πλευρά, έναν ιαγουάρο από χρυσάφι που έτρεχε προς την ακμή. Ήταν δώρο της Τζούλιας και το κουβάλαγα πότε-πότε πάνω μου, πιό πολύ για να το χαζεύω.
Εκείνη την ημέρα είχε έρθει προφανώς η ώρα να το χρησιμοποιήσω.
Ήτανε μέρα, αλλά έγινε αμέσως νύχτα κι έτσι δεν θυμάμαι, δεν μπορώ να θυμηθώ πιά τι έγινε ακριβώς. Μόνο σκόρπιες εικόνες έχω στο μυαλό μου.
Θυμάμαι το απορημένο βλέμμα της Τζούλιας.
Μια άγρια χαρά στα μάτια του Don Daniele.
Θυμάμαι να κοιτάζω τα χέρια μου. Δεν ξέρω γιατί.
Δεν θυμάμαι να είπε κανείς τίποτα.
Μετά θυμάμαι το αίμα. Πάρα πολύ αίμα. Το αίμα της Τζούλιας.
Ο Innocencio βρυχάται.
Λιποθύμησα.
Ο Don Daniele έτρεξε να με καρφώσει στην αστυνομία. Αργότερα έφτασε μέχρι τον Υπουργό Δικαιοσύνης για να τους πείσει να με συλλάβουν. Δεν τα κατάφερε. Τον εμπόδισε το καλό μου όνομα και ο αγαπημένος μου, ο πιστός μου Alvaro. Και φυσικά το γεγονός ότι το πτώμα της Τζούλιας δεν βρέθηκε ποτέ.
Βρέθηκαν κηλίδες αίμα, πολλές, γύρω στους θάμνους, μέσα στα παρτέρια. Αλλά πτώμα δεν βρέθηκε ποτέ. Ο Αlvaro έβαλε να ψάξουν τη Soledad σπιθαμή προς σπιθαμή. Είναι σίγουρος ότι κανείς δεν είδε τίποτα, κανείς δεν άκουσε, δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα περίεργο. Ο Αlvaro χειρίστηκε όλο το θέμα με τέτοιο τρόπο ώστε ελάχιστοι άνθρωποι έμαθαν ποτέ τι έγινε εκείνο το νυχτερινό μεσημέρι.
Τι απέγινε η Τζούλια, δεν ξέρω. Ζει; Πέθανε;
Μου άφησε μόνο τον Innocencio. Να με φυλάει, να μου τη θυμίζει, να με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια.
Που είναι η κυρά σου Innocencio;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου