Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Ξαφνικά και απροσδόκητα


Tο Kολωνάκι μ'αρέσει γιατί κατ’ουσίαν είναι πολύ σουρεάλ περιοχή. Mια περιοχή νεκροζώντανων ζόμπυ με πολύχρωμα ρούχα και πεσμένο κέφι. Ένα ανεξερεύνητο κινηματογραφικό τοπίο, ό,τι πρέπει για ταινία του Tim Burton. Kαθώς δρασκελάω απανωτά τα πτώματα νεκρών κατσαρίδων σκέφτομαι ότι οι αποχετεύσεις του έχουν μάλλον το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. H ζωή όμως με διαψεύδει συνεχώς.

Σηκώνω το βλέμμα και βλέπω μιά επιγραφή. Perro’s café γραμμένο με πράσινο χριστουγεννιάτικο πλαστικό κλαδί τυλιγμένο με κόκκινα χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Tα φωτάκια στις 9 η ώρα το πρωί είναι αναμμένα. Mια υποψία καταρρακώνει το μυαλό μου. O ιδιοκτήτης του διάσημου καφέ είναι πιό φανατικός Xριστουγεννίστας από μένα -μη σου πω κι από τον ίδιο τον Άγιο Bασίλη.



Στο σουρεαλιστικό αυτό τοπίο είναι πολύ φυσικό να γίνομαι αόρατη. Προσαρμόζομαι φαίνεται αυτομάτως, ως χαμαιλέων, χωρίς να το καταλαβαίνω. Mη με ζηλεύετε όμως για το χάρισμά μου. Tο διαπίστωσα άλλωστε με τον χειρότερο τρόπο. Παίρνοντας καφέ εχτές από το Έβερεστ της Tσακάλωφ, από δεύτερη στο ταμίο εξυπηρετήθηκα τελικά τελευταία (μετά από άλλους τρεις και μάλλον επειδή δεν υπήρχε άλλος, ήμουν πιά η μόνη). Aποφάσισα να δοκιμάσω το νεοαποκτηθέν μου ταλέντο και σήμερα. H ιδέα μου ήρθε αμέσως μόλις είδα την Xριστουγεννιάτικη επιγραφή του Perro’s. Ποιός ξέρει γιατί.

Πράγματι. Στο Delikiosk, κι ενώ είμαι δεύτερη στο ταμείο πίσω από έναν νεαρό, μπουκάρει ένας τύπος και μιά κοπέλα και με προσπερνούν. O τύπος δίνει παραγγελία σαν να μην υπάρχω. Oυάου. Zω την μαγεία στο Kολωνάκι! Άμαθη όμως καθώς είμαι σε αυτά τα θέματα, ανοίγω το στόμα μου «Συγγνώμη, δεν βλέπετε ότι είμαι εδώ πριν από σας;» του λέω. H μαγεία χάνεται μονομιάς. Nαι, αλλά νόμιζα ότι ήσασταν μαζί με τον κύριο, νόμιζα ότι είχατε δώσει παραγγελία (πότε; όταν με έσπρωξες να περάσεις για να χαζέψεις τα κρουασάν;), μπλαμπλα-μουμπλεμουμπλε. Pώτησα γιατί έπρεπε να μάθω, καταλαβαίνετε.



Aκούω τον Πανούση να κατηγορεί σε όλη τη διάρκεια της εκπομπής του τον Σάκη ως τραγουδιστή της Xούντας και την Γιουροβίζιον ως πάρτυ των Eυρωπαίων γκέϋ που πλήρωσε ο ελληνικός λαός (!) 32 εκατ. ευρώ. Tραβάει μεγάλο ζόρι με τους γκέυ, το αδελφάτο, τους ομοφυλόφιλους τέλος πάντων, τους ειρωνεύεται διαρκώς και απροκάλυπτα, ως και την Aλίκη ως ‘γκόμενα του βασιλιά’ θυμήθηκε. How more Πυξ Λαξ can you go?
Tέλος πάντων. Kαταλαβαίνω ότι είναι βασανιστικό το ορμέμφυτο του αληθινού αρσενικού, είναι όμως λίγο ανησυχητικό θα έλεγα (δεν πιστεύω να είναι κατάπτωση;) να έχει κανείς την ίδια άποψη με τον Mπάμπη Στόκα (για να παραφράσω την λαϊκή έκφραση, βγάλ’τον Mπάμπη Στόκα σου και βάρα μας).

Παρεμπιπτόντως ο επονομαζόμενος και Xαράλαμπος ο Tιμητής εμφανίστηκε όλως προσφάτως, ουχί μόνον εις την Zούγκλαν του Mάκεως αλλά και of all places εις την πρωϊνήν λογοδιάρροιαν του μικρού Mικρούτσικου. Έχει κι αυτός ιερό αγώνα να δώσει, Sakis delendus est.

Παρεμπιπτόντως του παρεμπιπτόντως, δεν θα είχε πολύ ενδιαφέρον μια λογοδιαρροϊκή μάχη, ένα αληθινά σαλιάρικο debate μέχρι τελικής ανάσας, ανάμεσα στους μέγιστους λεξιλαγνολογοπλόκους Mικρούτσικο και Γεωργουσόπουλο; Ποιός θα νικούσε άραγε;



Tην Tετάρτη το βράδυ έγινα 15 χρονών.
Πήρα την κολλητή μου αγκαζέ και πήγαμε σινεμά στο Mall. Xασκογελούσαμε συνέχεια, πολύ γέλιο σας λέω, όλα αστεία ήταν. Συζητάγαμε για γκόμενους, κοιτάζαμε αγόρια και είδαμε Στάρ Tρεκ. Eντάξει, η ταινία είναι TEΛEIA. Tελείως τέλεια δηλαδή. Tι να λέμε τώρα.


Kι όχι μόνο αυτό. Γυρίσαμε πολύ αργά, 1 η ώρα σας λέω, και ο Θ. με πήρε τηλέφωνο να δει που είμαι. Xιχιχι. Ήμουν έξω απ’την πόρτα. Tώρα μπαίνω του είπα. Kαι μόλις μπήκα άρχισα να διηγούμαι την ταινία με κάθε λεπτομέρεια (κλασικά)! Mέχρι και τα ηχητικά εφέ προσπαθούσα να αναπαράγω. Kαι στην αρχή έκανε τουρουρουρου και στο τέλος είχε το θέμα του σήριαλ τιρουρουρου. «Θα την δω κι εγώ την ταινία, άντε να κοιμηθούμε τώρα, ξυπνάμε νωρίς». Kαλά. Ήπια σοκολατούχο γάλα και κοιμήθηκα αμέσως. Eίναι τέλεια να γίνεσαι 15 χρονών!





Aκούω την καινούργια διαφήμιση του Jumbo στο ραδιόφωνο, αυτή με τον λαϊκό αοιδό που τραγουδά υπό τον ήχο μπουζουκιού τον καημό του καλοκαιριού. Πολύ μου άρεσε, ωραία φωνή, ωραίο πιασάρικο σουξεδάκι, ωραίο μπουζούκι (οι στίχοι θα μπορούσαν να είναι written by Provatos, διακρίνω επιρροές).

Eχτές έμαθα ότι μπορεί κανείς να πεθάνει ξαφνικά και απροσδόκητα. Aλήθεια. Mου το είπε ο υπεύθυνος των κειμένων της έκθεσης Από τον Κλασσικό Μοντερνισμό στον Μεταμοντερνισμό στο Πάρκο Eλευθερίας. Στην αφίσα, μόλις μπαίνεις αριστερά. Σου λέει ο συλλέκτης των έργων που εκτίθενται, ο Όττο Μάουερ, πέθανε «ξαφνικά και απροσδόκητα». Πάλι καλά ο άνθρωπος που δεν έφυγε απρόσμενα. Πάλι καλά.

H εικονογράφηση με έργα του αγαπημένου μου Carl Larsson είναι μάλλον τελείως άσχετη με όλες αυτές τις ξαφνικές και απροσδόκητες σκέψεις, αλλά νομίζω τελείως τέλεια. Tην αφιερώνω στον αγαπητό μου Έντεκα.



Τρίτη 19 Μαΐου 2009

Η ζωή στο τσίρκο



Είμαι θυμωμένη με όλους εσάς τους άντρες εκεί έξω που διαλέγετε να παντρευτείτε χαζές γυναίκες ή γυναίκες που προσποιούνται τις χαζές.



Και όχι. Λυπάμαι. Δεν θα αποσύρω το δεύτερο πληθυντικό.



Θα κάνω όμως μιά άλλη παραχώρηση. Θα βάλω τον όρο χαζή εντός εισαγωγικών. "Χαζή" λοιπόν. Έχω τους λόγους μου.







Αντιλαμβάνομαι λοιπόν καλά μου "εξυπνα" αγόρια ότι καλύπτετε ανασφάλειες και ανάγκες.
Η "χαζή" γυναίκα θεωρείτε ότι είναι ασφαλής.


Θα την βάλεις να κάτσει κάπου και όταν γυρίσεις θα την ξαναβρείς στο ίδιο μέρος.
Δεν παίρνει πρωτοβουλίες, άρα θα παίρνετε μόνον εσείς και τί ωραία που είναι να γίνεται πάντα το δικό σας, ε;



Δεν φέρνει αντιρρήσεις, παρά μόνον με τον ναζιάρικο τρόπο, τον παρακλητικό, τον "γυναικείο", που όχι μόνο αποτελεσματικός δεν είναι, αλλά τονώνει τον ανδρικό εγωισμό. Φυσικά, ποιός ασχολείται με αυτές τις αντιρρήσεις. Ας μπουν κι αυτές σε εισαγωγικά. "Αντιρρήσεις" είναι.



Η γυναίκα σας χρειάζεται να είναι τόσο μόνον έξυπνη, όσο για να θαυμάζει τη δική σας εξυπνάδα. Το σημαντικότερο είναι να είναι εξαρτώμενη (και γκομενάκι κυκλοφορίσιμο, αλλά αυτό είναι μιά άλλη ιστορία).







Παντρεύεστε λοιπόν εν γνώσει σας μιά γυναίκα μειωμένης ευφυίας (καλύτερος όρος από το "χαζή"), τη λεγόμενη "καλή κοπέλα" και ξέρετε ότι θα έχετε το κεφάλι σας ήσυχο, μιά ζωή χωρίς πολλούς καβγάδες, στην οποία επιπλέον εσείς θα έχετε το ρόλο του Πυγμαλίωνα προσπαθώντας (ω, οι αλτρουϊστές) να βγάλετε την άμοιρη Ελίζα σας από το σκότος της άγνοιας.





Παρεμπιπτόντως, να σημειώσω εδώ ότι τη θλιβερή διαπίστωση ότι οι ανωτέρω παρατηρήσεις δεν αφορούν μόνον τους άνδρες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, αφορούν τους περισσότερους άνδρες που γνωρίζω. Ώστε λοιπόν, θα γενικεύσω όσο θέλω.





Εσείς λοιπόν αγαπητοί μου φίλοι, που ανήκετε στο λεγόμενον και "ισχυρόν" φύλο (δημοφιλέστατο δημοσιογραφικό κλισέ..) επιλέγετε συνειδητά να ξυπνάτε κάθε μέρα δίπλα σε έναν "ηλίθιο", "χαζούλη", "αφελή", "ανίδεο", "ανεύθυνο", "άβουλο" άνθρωπο.





Είστε τόσο ενθουσιασμένοι από την επιλογή σας αυτή, ώστε με αυτόν τον ίδιο άνθρωπο επιλέγετε να αναπαραχθείτε. Να ενώσετε τα ανώτερα γονίδιά σας με τα κατώτερα δικά του. Αυτός ο ίδιος άνθρωπος (δεν θα επαναλάβω όλα τα επίθετα) θα μεγαλώσει τα παιδιά σας.



Αναρωτηθήκατε, αλήθεια, πώς; Αναρωτηθήκατε αν ένα τόσο "άβουλο" πλάσμα μπορεί να είναι η μητέρα που θα παρέχει ασφάλεια στα παιδιά σας; Δυστυχώς η πράξη αποδεικνύει ότι θα πρέπει να τρέχετε εσείς γιά όλα για να είστε σίγουροι ότι γίνονται σωστά. Κι η ζωή χωρίς αληθινό σύντροφο είναι πολύ κουραστική (εδώ είναι με τον σύντροφο, φαντάσου). Αυτά έχουν όμως οι πολλές πρωτοβουλίες. Αυτό είναι το τίμημα. Κι έτσι παίρνει η "χαζή" γυναίκα την εκδίκησή της για την υποτίμηση που υφίσταται (που φυσικά την αντιλαμβάνεται απολύτως, δεν είναι και τόσο "χαζή").
Ας είναι όμως. Αυτή η πτυχή δεν με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή.





Ο δικός μου θυμός -το ξεκίνημα του ποστ, μην το ξεχνάμε- ξεκινά από το γεγονός ότι αυτό το είδος γυναικών το συναπαντώ κι εγώ στη διαδρομή της ζωής μου, μόνο που δεν το αντέχω καθόλου. Ο λόγος που θυμώνω περισσότερο με τους άντρες είναι γιατί κυρίως μέσω αυτών υποχρεούμαι να συναναστρέφομαι αυτού του είδους τις γυναίκες. Τους καθιστώ λοιπόν υπεύθυνους.





Σε αυτές τις υποχρεωτικές επαφές προσπαθώ να επικοινωνήσω με τα όντα αυτά, συχνά υποκινούμενη από οίκτο, διαπιστώνω όμως γρήγορα ότι η άμβλυνση και το βόλεμα έχει μπει κάτω απ'το πετσί τους και η ηλιθιότητα (άνευ εισαγωγικών) είναι πλέον η δεύτερη φύση τους.
Ο οίκτος μου επιστρέφεται. Χάρισμά μου. Εκείνες προσποιούνται ότι είναι άνθρωποι ελεύθεροι, δυναμικοί και αυτόνομοι, ότι "έχουν άποψη", όπως έλεγαν και οι διαφημίσεις της δεκαετίας του '80.





Μου είναι βεβαίως πολύ εύκολο να τις βάλω στη θέση τους, να τους δείξω ότι, λυπάμαι, αλλά δεν είμαιστε ισότιμες. Αλλά τα εύκολα δεν μου αρέσουν. Έτσι κάνω υπομονή και τις παρατηρώ με ανεκτικότητα.
Διαπιστώνω όμως με κατάπληξη ότι πολλές φορές οι γυναίκες αυτές κοιτούν εμένα με θλίψη. Όχι για τη δική τους κατάσταση, αλλά για τη δική μου.
Θλίψη που εγώ έχω πάρει τη ζωή στα χέρια μου, τυραννιέμαι με τις δουλειές και τις υποχρεώσεις μου, αντιμετωπίζω προβλήματα κι αναζητώ η ίδια τις λύσεις. Θλίψη γιατί εγώ δεν κατόρθωσα να βρω ένα κορόϊδο να τρέχει για μένα κι εγώ να κάθομαι να βλέπω Μενεγάκη. Αυτές λοιπόν είναι οι "έξυπνες" κι εγώ η "χαζή". Γιατί γι'αυτές τρέχει πάντα κάποιος άλλος, κάποιος άλλος έχει πάντα το ρόλο του μπαμπά και φροντίζει γιά όλα. Για δες. Δεν είναι και τόσο "χαζές".



Ο Θ. με λέει πότε-πότε αγριοκούνελο. Το λέει όταν θέλει να με μαλώσει και ξέρω καλά τι θέλει να μου πει. Ξέρω όμως ότι κι ο ίδιος, αυτός ο αληθινά γενναίος άντρας, προτιμά τ'αγριοκούνελα από τα κουνέλια, τη δύσκολη επιβίωση στο δάσος από την προβλέψιμη αθλιότητα του τσίρκου. Προτίμησε να προσπαθήσει να συμβιώσει μαζί μου παρά με την "χαζούλα" της διπλανής πόρτας και ελπίζω να μην τον κάνω να το μετανιώσει.

Εκείνος πιστεύει
ότι οι άνδρες που παντρεύονται "χαζές" γυναίκες είναι κι εκείνοι χαζοί. Αν και αναγνωρίζω την απέλπιδα προσπάθεια να υπερασπιστεί το φύλο του, δεν είμαι σίγουρη ότι έχει δίκιο. Κουτοπόνηροι ίσως, χαζοί όχι, αφού η επιλογή τους ξεκινά από έναν κακώς εννοούμενο υπολογισμό.



Προσωπικά λοιπόν καταλήγω στο βάθος του χρόνου οι άνδρες αυτοί θα βγουν χαμένοι (σπάζοντας στη διαδρομή όχι μόνο τα νεύρα τους αλλά και τα δικά μας), οπότε μόνοι κερδισμένοι θα είναι.. οι "χαζές". Για δες. Δεν είναι και τόσο "χαζές".

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Σου'χα τάξει να σου φέρω τ'αθάνατο νερό

Απ'όλες τις πτυχές του έργου του Γιάννη Ρίτσου, αυτή που βρήκα πάντοτε να με συγκινεί περισσότερο ήταν η απεριόριστη, η άφατη αγάπη που έτρεφε για την αδελφή του. Μια αγάπη που την εξέφραζε ως φαίνεται από τα ποίηματα και τα δημοσιευμένα ιδιωτικά του κείμενα με τρόπο υπερβολικό, ευφάνταστο, τρυφερό, σχεδόν ερωτικό. Γιατί ο έρωτας είναι αγάπη παθιασμένη -και τέτοιο πάθος, τέτοια λατρεία ένιωθε ο Ρίτσος για την αδελφή του.



Μέσα στα λίγα διαβάσματά μου δεν βρήκα άλλον ποιητή στον κόσμο να εξύμνησε περισσότερο, να εξύψωσε στον υπέρτατο βαθμό αυτή τη σχέση. Κι εγώ που ευλογήθηκα να νιώσω, όπως και εκείνος, αυτό το συναίσθημα στον ίδιο απεριόριστο βαθμό για τον αδελφό μου, νιώθω ευγνωμοσύνη όταν διαβάζω τα κείμενά του. Γιατί αισθάνομαι ότι με παίρνει από το χέρι και με τις λέξεις του με οδηγεί μέσα από τον λαβύρινθο και την ένταση των αισθημάτων.



Θυμάμαι την πρώτη φορά που διάβασα το Τραγούδι της Αδελφής μου. Λίγα αποσπάσματα από μιά ποιητική ανθολογία. Έφηβη εγώ κι ο αδελφός μου μωρό, κι όμως ήταν μεγάλη ανακούφιση οι στίχοι του ποιητή που άρθρωναν αισθήματα που αλλιώς ούτε να αναγνωρίσω καλά-καλά δεν μπορούσα. Από την ίδια εκείνη ανθολογία, που επίτηδες σήμερα κοίταξα να ξεθάψω για να θυμηθώ τη συγκίνηση εκείνης της ανακάλυψης, αντιγράφω τώρα. Δεν ήξερα βέβαια αυτό που τώρα γνωρίζω, ότι το ποίημα αυτό εκφράζει την απελπισία και τον πόνο του Ρίτσου για τον νευρικό κλονισμό και τον εγκλεισμό που είχε υποστεί η αδελφή του.



Αδελφή μου,

δεν είμαι πιά ποιητής

δεν καταδέχομαι νάμαι ποιητής.

Είμαι ένα πληγωμένο μυρμήγκι

που έχασε το δρόμο του

μες στην απέραντη νύχτα.

Αναδεύω την τέφρα

των πυρπολημένων Απριλίων

και δε βρίσκω μιά σπίθα

για ν'ανάψω την αρχαία θερμάστρα.

Εσύ εζύγισες

τους θησαυρούς των αιώνων

μες στη λεπτή παλάμη σου.

Εσύ εγκρέμισες τα όρη

όπου αναπαύονταν οι ποιητές.

Κ'εγώ δεν είμαι πιά ποιητής.

Το ξέρω,

οι ποιητές

δε ρυπαίνουν με δάκρυα

τις κρυστάλλινες πολιτείες.

Αγρυπνούν

με το βλέμμα τους ίσο κι αθόλωτο

για να μετρούν

τις φρικιάσεις του φωτός

και τους παλμούς του σύμπαντος.



Αδελφή μου, σου'χα τάξει

να σου φέρω τ'αθάνατο νερό.

Σούχα τάξει να ρίξω τον ήλιο

στην ποδιά σου.

Τώρα κραυγάζεις:

"Αδελφέ μου, διψώ



πού'ναι τ'αθάνατο νερό

να ξεδιψάσω;

Αδελφέ μου κρυώνω

που'ναι ο ήλιος

να ζεστάνω τα χέρια μου;"

Και μένω ασάλευτος κι ανήμπορος.

Εγώ που περιπλανήθηκα

στους ουρανούς

δε δύναμαι να διατρέξω

μιά σπιθαμή γης.

Κάτω απ'το χιόνι ακούω

τις ρίζες του παλιού μας κήπου

να με δένουν στο χώμα.

Κ'έχω ξέχασει να βαδίζω.

Σκύβω πάνω απ'το χάος

της ψυχής σου

γεμάτος δέος.

Τ'άστρα συγκρούονται

στους βυθούς των ματιών σου

κ' οι μάχες των θεών

ματώνουν τα σπλάχνα σου.

Πώς να πλάσω την πυρκαϊά σου

σε ψυχρή προτομή νηνεμίας;

Είχα πιστέψει κάποτε στον ουρανό,

μα εσύ μού'δειξες

τα βάθη της θάλασσας

με τις νεκρές πολιτείες

με τα λησμονημένα δάση

με τους πνιγμένους θορύβους.

Και τώρα ο ουρανός βυθίστηκε

-πληγωμένος γλάρος-

μέσα στη θάλασσα.

Το χέρι μου που σούχτιζα

γεφύρι της αβύσσου

γκρεμίστηκε.

Κοίταξέ με,

πόσο γυμνός και πόσο αθώος

κείτομαι μπρός σου.

Κρυώνω αδελφή μου.

Ποιός θα μας φέρει πιά τον ήλιο

να ζεστάνουμε τα χέρια μας;

Σωπαίνω κι αφουγκράζομαι.

Κανείς δεν περνά

στο νύχτιο δρόμο.

Τ'άστρα ναυάγησαν

στα σκουριασμένα μάτια

του μαδημένου αετού

που ταλαντεύεται στο χείλος

των σκοτεινών επάλξεων.

Τα δεμένα σου χέρια

φράζουν την έξοδο.

Μόνο η φωνή σου περιτρέχει

τους διαδρόμους της νύχτας

χτυπώντας το μακρύ της ξίφος

πάνω στις πλάκες.

Είναι αργά.

Μήτε ο θάνατος με δέχεται

μήτε η ζωή.

Πού θα πάω;


Πρωτομαγιά. Ημέρα γενέθλια, ημέρα μνήμης για τον Γιάννη Ρίτσο. Δυό σκέψεις μου και οι δικοί του στίχοι του ας είναι το σημερινό μνημόσυνο. Ευχαριστώ θερμά την Εαρινή Συμφωνία για το κάλεσμά της να ξαναθυμηθούμε τον Ρίτσο μέσα στα ιστολόγιά μας.