Εδώ ο κόσμος καίγεται.
Καίγεται χωρίς αιδώ και χωρίς τύψη, καίγεται με κέφι και απαράμιλλο μπρίο, καίγεται οργανωμένα, με συνεργασία και πνεύμα αδελφικό, με παλμό αγωνιστικό, με μίσος απύθμενο. Καίγεται με μολότωφ και ακριβή βενζίνη στο όνομα της αντι-εξουσιαστικής πάλης, στο όνομα της καθαγιασμένης οργής.
Έχει καιρό που καίγεται ο κόσμος, έχει καιρό που πεθαίνουν εδώ γύρω μας άνθρωποι που η ζωή τους αξιολογήθηκε χαμηλότερα από τα κίνητρα των εκτελεστών της. Και οι αντιδράσεις όλων μας παρακολουθούν πιστά αυτή την αξιολόγηση.
Σταχυολογώ από μνήμης. Ο Αξαρλιάν: παράπλευρη απώλεια σε έναν πόλεμο που κήρυξε ένα τσούρμο «αντιεξουσιαστών» και σιγοντάρισαν πολλοί περισσότεροι. Ήταν άτυχος. = Λυπάμαι, θυμώνω. Ο εφοπλιστής Βερνίκος: καλά να πάθει, ήταν κεφαλαιούχος, μπράβο στους επαναστάτες που χτυπούν το κεφάλαιο. = Δεν λυπάμαι, δεν θυμώνω. Νεαροί αστυνομικοί γαζώνονται στην είσοδο ενός τμήματος: καλά να πάθουν, κανείς δεν επιτρέπεται να συμπονά τους αστυνομικούς, άλλωστε είναι δουλειά τους να τρώνε σφαίρες. = Δεν λυπάμαι, δεν θυμώνω. Ο Αλέξανδρος δολοφονημένος από σφαίρα αστυνομικού. = Λυπάμαι πολύ, θυμώνω πολύ. Ο ασήμαντος Χαμιντουλάν, στο λάθος τόπο, την λάθος ώρα, παράπλευρη απώλεια κι αυτός. = Λυπάμαι (λίγο), δεν θυμώνω καθόλου.
Έτσι και τώρα. Βρέθηκαν άνθρωποι που έκριναν την αξία της ζωής της Αγγελικής, της Βιβής και του Νώντα. Δεν είχαν δικαίωμα να μην κάνουν απεργία, κακό του κεφαλιού τους, στο πρόσωπό τους έπρεπε να καεί συμβολικά το τραπεζικό μας σύστημα. Δεν φταίνε οι «αντι-εξουσιαστές» που έβαλαν τη φωτιά, ήταν αναμενόμενο ότι θα γινόταν εκεί επίθεση, είναι εδώ και χρόνια καθιερωμένες οι μολότωφ και οι καταστροφές, απαραίτητο αξεσουάρ μιάς επιτυχημένης πορείας.
Εγώ τον θάνατο αυτών των ανθρώπων έβλεπα εδώ και καιρό κάποιοι να τον απαιτούν. Ήταν άραγε μόνο δική μου εντύπωση; Εδώ και μέρες ήταν σαφές ότι θα καταλήγαμε σε αυτό το ζητούμενο. Κι εξακολουθώ να αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι συνεχίζουν να απαιτούν κι άλλους θανάτους, κι άλλο αίμα.
Εκεί έξω, γύρω και μέσα μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, αξιολογούμε πιά σαφώς την ανθρώπινη ζωή. Οι αστυνομικοί μπορούν να πεθάνουν, πρέπει, δεν θα τους λυπηθούμε, το ίδιο και οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι εύποροι επιχειρηματίες. Αυτοί μπορούν να πεθάνουν, πρέπει. Κι όσοι δεν συμφωνούν; ε, να πεθάνουν κι αυτοί.
Θυμώνω κι εγώ. Θυμώνω με όσους είναι θυμωμένοι, με όσους διαμαρτύρονται και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ως αθώα θύματα των πολιτικών ταγών αυτής της χώρας. Δεν τους ανέχομαι γιατί βλέπω σαφώς την δική τους προσωπική, ατομική ενοχή. Δεν πιστεύω ότι είναι ένοχοι μόνο οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι ή οι κεφαλαιούχοι, έτσι συλλήβδην. Ένοχοι είναι οι περισσότεροι Έλληνες που υιοθέτησαν έναν τρόπο ζωής που απείχε από τις πραγματικές οικονομικές τους δυνατότητες, που εξαπάτησαν και εκμεταλλεύτηκαν το κράτος με όλους τους τρόπους -φοροδιαφεύγοντας, παίρνοντας μίζες, προμήθειες και υψηλές θέσεις, απέχοντας από την εργασία τους ή αμειβόμενοι υπερβολικά σε σχέση με την προσφορά τους.
Ένοχοι είναι όλοι όσοι επέλεξαν να θέσουν στην ζωή τους υπέρτατη αξία το χρήμα. Και στο όνομα της αξίας αυτής ως φαίνεται ορισμένοι είναι και διατεθειμένοι να σκοτώσουν.
Θυμώνω, αλλά επιλέγω να προσπαθήσω να μην διοχετεύσω τον θυμό μου σε κανέναν. Δεν έχει και νόημα, είναι τόσοι πολλοί. Είναι συνάδελφοι, γνωστοί, συγγενείς και φίλοι. Δεν θα τους δείξω τον θυμό μου, θα τον καταπιώ. Εκείνοι συνεχίζουν να μου στέλνουν μηνύματα στο κινητό και στο mail, να γράφουν στα blog τους, να ουρλιάζουν στα τηλέφωνα, να ωρύονται κατά πρόσωπο. Συνεχίζουν να με προκαλούν. Βλέπω το στόμα τους να αφρίζει, τα μάτια τους να αστράφτουν, το θυμό τους να γίνεται μίσος.
Τους προκαλώ φαίνεται κι εγώ γιατί δηλώνω ότι δεν θα φοβηθώ. Ότι μπορώ να ζήσω με λιγότερα χρήματα, θα προσπαθήσω να ζήσω με λιγότερα χρήματα, έχω ζήσει με λίγα χρήματα, ζω με λίγα χρήματα, τα χρήματα δεν είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή, η ζωή είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή.
Θα κλειστώ στο σπίτι μου λοιπόν και θα περιμένω να έρθουν να με κάψουν οι φίλοι μου και οι συγγενείς μου, οι γνωστοί μου. Γιατί έχω διαφορετική άποψη από αυτούς, γιατί δεν κατέβηκα στην πορεία, γιατί δεν έχω πιστωτικές και δάνεια, γιατί δεν έχω τζιπ, γιατί δεν έγλυψα, δεν φίλησα κατουρημένες ποδιές στη δουλειά μου, γιατί έμαθα να μην εξαρτώ την ευτυχία μου από το χρήμα, για ένα σωρό άλλους λόγους που τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ κι ούτε έχει νόημα να παραθέσω.
Θα περιμένω. Αν δεν μπορούν να με αντέξουν ας με εξοντώσουν. Κι ο οργισμένος ας σκοτώσει τον κουρασμένο. Δεν θα φοβηθώ.
Αν και προσπάθησα πολύ, το κείμενο αυτό γράφτηκε υπό το καθεστώς μιάς βαθιάς θλίψης που δεν μπόρεσα τελικά να διαχειριστώ. Ελπίζω να βγάζει κάποιο νόημα αν μη τι άλλο για όποιον είχε το κουράγιο να φτάσει ως το τέλος.