Όταν ο Γκιλγκαμές σκότωσε τον φοβερό Χουμπάμπα στο Δάσος των Κέδρων με τη βοήθεια του συντρόφου του Ενκιντού, η φήμη του εξαπλώθηκε τόσο, ώστε...
"η φημισμένη Ιστάρ έριξε τη ματιά της στου Γκίλγκαμες την ομορφιά"
Η Θεά του Ερωτα και του Θανάτου θέλει να τον κάνει εραστή της
"Έλα σε μένα, Γκίλγκαμες και γίνε εραστής μου!
Χάρισέ μου τον καρπό σου!
Θά'σαι άντρας μου κι εγώ θα είμαι η γυναίκα σου.
Άρμα για σένα θενά ζέψω από λαζούρι και χρυσάφι,
Ρόδες θα'χει χρυσές και κέρατα κεχριμπαρένια.
Και για σένα θα το ζέψω με μουλάρια σα θύελλα δυνατά.
Στο σπίτι μας θα μπαίνεις, που θα ευωδιάζει από τους κέδρους.
Όταν θα μπαίνεις στο σπίτι μας,
Το κατώφλι, θαυμάσια δουλεμένο, τα πόδια σου θα φιλά.
Βασιλιάδες, πρίγκιπες κι ευγενείς θενά σε προσκυνούνε,
Του κάμπου τους καρπούς και των βουνών φόρο
θα σου προσφέρουν.
Του τάζει ένα σωρό αγαθά, αλλά εκείνος αρνείται.
Στην αρχή ευγενικά
"Τι θα μπορούσα να σου δώσω εγώ, αν σ'αποχτούσα;"
"Μπορώ άξιο για τους θεούς ψωμί να σου προσφέρω;"
Αργότερα όμως τα λέει έξω απ'τα δόντια.
"Κι ας σε παντρευτεί όποιος σ'επιθυμεί.
Εσύ δεν είσαι παρά μια φωτιά που σβήνει απ'το κρύο,
μια πόρτα που τα ρεύματα κι οι θύελλες περνάνε,
ένα παλάτι που συντρίβει τους γενναίους.
Ένας ελέφαντας που τα χάμουρα πετά,
κατράμι που λεκιάζει όποιον τ'αγγίζει,
Ασκί νερού που αυτόν που το κρατά μουσκεύει.
Σοβάς που από τον πέτρινο τον τοίχο ξεκολλά.
Κριάρι που καταστρέφει φιλικό φράχτη,
παπούτσι που πληγώνει το πόδι αυτού που το φορά."
(έπος του Γκιλγκαμές, 3η χιλιετία π.Χ.)
Τετάρτη 31 Μαΐου 2006
Τρίτη 30 Μαΐου 2006
Συνομιλίες
J.W. Waterhouse, A Mermaid, 1901.
Pablo Neruda, Fable of the Mermaid and the Drunks
All those men were there inside,
when she came in totally naked.
They had been drinking: they began to spit.
Newly come from the river, she knew nothing.
She was a mermaid who had lost her way.
The insults flowed down her gleaming flesh.
Obscenities drowned her golden breasts.
Not knowing tears, she did not weep tears.
Not knowing clothes, she did not have clothes.
They blackened her with burnt corks and cigarette stubs,
and rolled around laughing on the tavern floor.
She did not speak because she had no speech.
Her eyes were the colour of distant love,
her twin arms were made of white topaz.
Her lips moved, silent, in a coral light,
and suddenly she went out by that door.
Entering the river she was cleaned,
shining like a white stone in the rain,
and without looking back she swam again
swam towards emptiness, swam towards death.
Χαρισμένο στο φίλο cobden που έδωσε την αφορμή με το τελευταίο του ποστ
(βλ. δίπλα το link στο blog του Tory Anarchist)
Pablo Neruda, Fable of the Mermaid and the Drunks
All those men were there inside,
when she came in totally naked.
They had been drinking: they began to spit.
Newly come from the river, she knew nothing.
She was a mermaid who had lost her way.
The insults flowed down her gleaming flesh.
Obscenities drowned her golden breasts.
Not knowing tears, she did not weep tears.
Not knowing clothes, she did not have clothes.
They blackened her with burnt corks and cigarette stubs,
and rolled around laughing on the tavern floor.
She did not speak because she had no speech.
Her eyes were the colour of distant love,
her twin arms were made of white topaz.
Her lips moved, silent, in a coral light,
and suddenly she went out by that door.
Entering the river she was cleaned,
shining like a white stone in the rain,
and without looking back she swam again
swam towards emptiness, swam towards death.
Χαρισμένο στο φίλο cobden που έδωσε την αφορμή με το τελευταίο του ποστ
(βλ. δίπλα το link στο blog του Tory Anarchist)
Το τρένο είναι το καλύτερο μέσον!
Σάββατο 27 Μαΐου 2006
Ονειρεύομαι τους φίλους μου
Hieronymous Bosch, The Ship of Fools, 1490-1500 (λεπτομέρεια)
Αναρωτιέμαι πως είστε. Στη φάτσα εννοώ.
Τι κάνετε στη ζωή σας. Πώς συμπεριφέρεστε.
Ποιός σας πλήγωσε σήμερα και ξεσπάτε έτσι στο πληκτρολόγιο. Τι σας έδωσε τόση χαρά και ανεβάζετε τραγουδάκια και ζωγραφιές και χαμογελάτε όλο τσαχπινιά ;) :ppp lol
Καμιά φορά σας φαντάζομαι να γράφετε καθισμένοι πίσω από ένα γραφείο μπροστά σε ένα σταθερό PC ή με ένα Mac laptop στα γόνατα. Έξω βρέχει ή κάνει πολύ ζέστη ή φυσάει και τα κλαδιά του δέντρου ξύνουν τα παντζούρια.
Η Α. πίνει φραπέ γλυκό με γάλα. Έχει να δώσει εξετάσεις εξαμήνου αλλά δεν θέλει να διαβάσει και προτιμάει να χαζεύει στα μπλογκ, να αποχαυνώνεται μπροστά στην οθόνη με τα ακουστικά στ'αυτιά. Έξω ένας σκύλος γαβγίζει. Με τέτοια γαβγίσματα πώς να συγκεντρωθεί στο διάβασμα;
Η Β. έχει βρεγμένα ακόμη τα μαλλιά της από το μπάνιο. Δεν της κολλάει ύπνος, δεν θέλει να ενοχλήσει την κολλητή της παίρνοντας τηλέφωνο τόσο αργά. Θα κάνει μια γύρα στα μπλογκς μέχρι να νυστάξει. Τι μ...ες γράφει πάλι ο Γ.! Τί ηλίθιος! Θα του αφήσει ένα σχόλιο να μάθει!
Ο Δ. μένει σε ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου στο Chelsea. Έχει 5 χρόνια στην Αγγλία, δεν νοσταλγεί την Ελλάδα, αλλά του αρέσει να διαβάζει (και) ελληνικά μπλογκς. Του αρέσει το μπλογκ του Ε. -η φωτογραφία στο προφίλ του θυμίζει τον Στέλιο, μια παλιά ιστορία της Θεσσαλονίκης. Τόσο παλιά που αναρωτιέται αν συνέβη στον ίδιο ή σε κάποιον άλλο.
Η Ζ. έχει χωρίσει εδώ και 2 χρόνια. Έκτοτε είναι μόνη. Διάβασε για τα μπλογκ στο Lifo και το έψαξε λίγο από τον υπολογιστή της δουλειάς. Δεν έχει δικό της μπλογκ, αλλά διαβάζει των άλλων όποτε βρίσκει λίγο χρόνο. Προτιμά τα μπλογκ των γυναικών. Οι άντρες όλο βρίζουν ή συζητάνε πολιτικά ή για το Στοίχημα. Οπως και στην αληθινή ζωή.
Ο Η. είναι 37 χρονών και μένει ακόμη με τους γονείς του και τη μικρότερη αδελφή του. Από μέρα σε μέρα θα πάρει την απόφαση να ζήσει μόνος του. Ή τουλάχιστον έτσι λέει στον εαυτό του. Το μπλογκ του το έχει από το Νοέμβριο του 2005 και προσπαθεί να γράφει κάθε μέρα. Η μαμά του ανοίγει την πόρτα και του λέει: "Βρε αγόρι μου, θα χαλάσεις τα ματάκια σου τόσες ώρες μπροστά στον υπολογιστή!".
Ο Θ. ασχολείται με υπολογιστές όλη μέρα, κάθε μέρα εδώ και 13 χρόνια. Ξέρει τα πάντα. Ξεκίνησε να μπλογκάρει, όταν καλά-καλά κανείς στην Ελλάδα δεν ήξερε τι θα πει όχι μπλογκ, αλλά ίντερνετ. "Τα ζώα, ανακάλυψαν τα μπλόγκς και γράφουν ότι παπαριά τους έρθει στο μυαλό", σκέφτεται. Απόψε θα ανεβάσει ένα ποστ για να τα χώσει σε αυτή την παλιοαδελφή τον Ι. "Γέμισε ο τόπος από δαύτους. Αστα διάλα πια!".
Ο Κ. πονάει. Πονάει πολύ. Δεν μπορεί να ξεχάσει, δεν αντέχει μέσα στο σαρκίο του. Μπαίνει στα μπλογκ για να ξεχαστεί. Του αρέσει το μπλογκ της Λ. Φαίνεται πολύ καλλιεργημένη κοπέλα. Κι αυτή πρέπει να τον συμπαθεί. Στα σχόλια του απαντάει πάντα πολύ ευγενικά. Σκέφτεται να της στείλει mail, μήπως όμως τον παρεξηγήσει; Άσε, ίσως αύριο.
Η Μ. είναι παντρεμένη εδώ και έξι χρόνια. Έχει τον υπολογιστή στο δωμάτιο του παιδιού. Ο άντρας της στο διπλανό δωμάτιο της φωνάζει να του πάει ένα ποτήρι νερό και να έρθει να ξαπλώσει. Έχουν να σηκωθούν πολύ πρωί αύριο. Αναγκάζεται να πατάει τα πλήκτρα πολύ μαλακά για να μην ξυπνήσει το παιδί. Μπας και τον πάρει κι αυτόν ο ύπνος και ξεχάσει το νερό...
Ο Ν. μένει σε ένα χωριό κοντά στο Άργος. Το σιχαίνεται το χωριό του. Και το Άργος. Γουστάρει να γράφει στο μπλογκ κάθε μέρα για όλα τα καινούργια τραγούδια που κατεβάζει από το emule, αλλά πρέπει να διαβάζει και για το κωλοφροντιστήριο. Θέλει να περάσει Αθήνα ή Θεσσαλονίκη. Ό,τι σχολή να'ναι.
Η Ξ. είναι δημοσιογράφος και δουλεύει "στις εφημερίδες". Δηλαδή έτσι λέει η μαμά στη θεία Ευτέρπη. Έβγαλε το Εργαστήρι Δημοσιογραφίας, αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα στην πιάτσα, ειδικά άμα δεν έχεις γνωστούς. Στα μπλογκ αισθάνεται ότι κρατάει επαφή με την τέχνη της. Βαθιά μέσα της περιμένει ότι κάποιος θα εκτιμήσει τα κείμενά της και θα της προσφέρει δουλειά (ή την έκδοσή των κειμένων σε βιβλίο). Καλύτεροι είναι οι άλλοι;
Ο Ο. δουλεύει σε ένα κομμωτήριο. Δεν είναι γκέυ, αλλά εντάξει του αρέσουν μερικές φορές κάποια αγόρια. Τέλος πάντων, δεν έχει κάνει ακόμα τίποτα, παρεξόν κάτι φιλιά με τη Ρία και κάτι χαμουρέματα με το Σταμάτη. Στα μπλογκ του ανεβάζει τα ποιήματά του και συγκινείται όταν του αφήνουν ενθαρρυντικά σχόλια. Το πρωί που χτένιζε την κυρία Λουκία του ήρθε ένα πολύ ωραίο! Θα το ανεβάσει το απόγευμα (ελπίζει να μην το ξεχάσει μέχρι τότε).
Ο Π. εργάζεται σε έναν μεγάλο οργανισμό. Έχει ευτυχώς άπειρο χρόνο και χρήμα στη διάθεσή του, αλλά δυστυχώς αισθάνεται ότι δεν ξέρει τι να τα κάνει. Έχει πιάσει τον εαυτό του να βαριέται να πάρει τα παιδιά από τη γυναίκα του για Σαββατοκύριακο. Προτιμά να απολαμβάνει Σάββατο πρωί στο κρεββάτι με εφημερίδες και χάζεμα-blogging στα laptop. Σήμερα θα γράψει για εκείνη την παλιά ιστορία του με την Οξάνα -αν και τι να καταλάβουν τα πιτσιρίκια...
Η Ρ. δουλεύει σε έναν εκδοτικό οίκο. Μικρομεσαίο. "Εξωτερική συνεργάτης" είναι: κάνει μεταφράσεις από τα γαλλικά και διορθώσεις. Πολύ λίγα λεφτά, αλλά τουλάχιστον είναι μέσα στα βιβλία που τα λατρεύει. Αν είχε λεφτά του Π. θα ταξίδευε σε όλον τον κόσμο και θα αγόραζε όλα τα βιβλία που της αρέσουν χωρίς να κοιτάει πόσο κάνουν! Στο μπλογκ της αρέσει να γράφει για πράγματα που της συμβαίνουν καθημερινά, για βιβλία, για ταινίες και για μουσική.
Ο Σ. είναι παπάς σε μια ενορία στη Νέα Φιλαδέλφεια. Μουσικός ήταν, αλλά δεν έβρισκε δουλειά και.. έ, τον βοήθησε ένας θείος να τακτοποιηθεί. Τώρα έχει το χρόνο να ασχολείται με τη βυζαντινή μουσική, οργανώνει χορωδίες, διαβάζει. Για τα μπλογκ του μίλησαν κάτι φίλοι και από τότε κόλλησε! Περιμένει πώς και πώς να πάει πάλι τα παιδιά του στην κατασκήνωση της εκκλησίας για να έχει περισσότερο χρόνο να ανεβάζει ποστ.
Η Τ. τελειώνει το διδακτορικό της στο Βερολίνο και παράλληλα δουλεύει part-time σε ένα γραφείο. Παντρεύτηκε πέρισυ τον Dietrich και αποφάσισε να μείνει μαζί του στη Γερμανία. Της λείπουν οι δικοί της, κυρίως ο μπαμπάς της και τα περισσότερα ποστ που ανεβάζει τα γράφει σκεφτόμενη εκείνον. Όταν μιλάνε στο τηλέφωνο της ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό.
Ο Υ. δουλεύει όλη μέρα σε μια ιδιωτική τράπεζα -καμιά φορά ως το βράδυ. Αν δεν βαρεθεί να βγει για καμιά μπύρα με το φιλαράκι του τον Τάκη, χαζεύει στο ίντερνετ. Πρόσφατα μπήκε σε ελληνικά μπλογκς και του φαίνεται ότι έχουν πολύ πλάκα. Σκέφτεται να φτιάξει κι ένα δικό του και να ανεβάζει σχόλια για ποδόσφαιρο, ανέκδοτα, κλιπ από παλιές ελληνικές ταινίες και τέτοια! Ωραίο θα είναι!
Η Φ. συγχίστηκε πάλι με αυτά που διάβασε σήμερα στα μπλογκ του μ...α του Χ. γι'αυτό μπήκε και τον ξέχεσε. Τον κωλοφασίστα! Αν είναι δυνατόν ρε σύ να υπάρχουν τέτοια άτομα και να ανεβάζουν τέτοιες μ...ες! Κανένας ακροδεξιός θα είναι να δεις! "Αγοράκι μου όταν εμείς κάναμε πορείες στην Αμερικάνικη, εσύ έβλεπες τα Χτυποκάρδια στο Μπέβερλυ Χιλς!" Ωχ, άργησε κι έχει να βγει απόψε...
Ο Χ. μόλις απάντησε σε αυτό το αναρχοκομούνι που του άφησε σχόλιο! Τη μαλ....ένη! Που θα του κάνει και μάθημα δημοκρατίας..! "Κοριτσάκι μου όταν εμείς κάναμε πορείες στην Αμερικάνικη, εσύ έβλεπες τα Χτυποκάρδια στο Μπέβερλυ Χιλς!" Δεν γράφει άλλα, θα απαντήσει περισσότερα μετά. Πάει να ετοιμαστεί γιατί -χωρίς να το ξέρει- απόψε θα βγει με την Φ.
Ο Ψ. δουλεύει σε μεγάλο δημοσιογραφικό οργανισμό. Έχει δική του μόνιμη στήλη σε ένθετο περιοδικό του Σαββατοκύριακου, δικό του πολύ πετυχημένο μπλογκ (ρεκόρ στα linkblogs λέμε), πολλούς φίλους και πολύ έντονη κοινωνική ζωή. Απόψε που θα γυρίσει στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι θα κοιμηθεί αγκαλιά με το σκύλο του τον Dylan και θα προσπαθήσει να θυμηθεί τι χρώμα είχαν τα μάτια της Μαρίας.
Ω, οι ευτυχισμένες μέρες!
Παρασκευή 26 Μαΐου 2006
10.000 ευχές ανάρρωσης
Στη Σεβαστή Κυρία Ou-Ming
Sir Walter Raleigh,
To a Lady with an Unruly and Ill-mannered Dog Who Bit several Persons of Importance
Your dog is not a dog of grace;
He does not wag the tail or beg;
He bit Miss Dickson in the face;
He bit a Bailie in the leg.
What tragic choices such a dog
Presents to visitor or friend!
Outside there is the Glasgow fog;
Within, a hydrophobic end.
Yet some relief even terror brings,
For when our life is cold and gray
We waste our strength on little things,
And fret our puny souls away.
A snarl! A scruffle round the room!
A sense that Death is drawing near!
And human creatures reassume
The elemental robe of fear.
So when my colleague makes his moan
Of careless cooks, and warts, and debt,
-- Enlarge his views, restore his tone,
And introduce him to your Pet!
Sir Walter Raleigh,
To a Lady with an Unruly and Ill-mannered Dog Who Bit several Persons of Importance
Your dog is not a dog of grace;
He does not wag the tail or beg;
He bit Miss Dickson in the face;
He bit a Bailie in the leg.
What tragic choices such a dog
Presents to visitor or friend!
Outside there is the Glasgow fog;
Within, a hydrophobic end.
Yet some relief even terror brings,
For when our life is cold and gray
We waste our strength on little things,
And fret our puny souls away.
A snarl! A scruffle round the room!
A sense that Death is drawing near!
And human creatures reassume
The elemental robe of fear.
So when my colleague makes his moan
Of careless cooks, and warts, and debt,
-- Enlarge his views, restore his tone,
And introduce him to your Pet!
Πέμπτη 25 Μαΐου 2006
Σοφία
The baby grunted again, and Alice looked very anxiously into its face to see what was the matter with it. There could be no doubt that it had a VERY turn-up nose, much more like a snout than a real nose; also its eyes were getting extremely small for a baby: altogether Alice did not like the look of the thing at all.
`But perhaps it was only sobbing,' she thought, and looked into its eyes again, to see if there were any tears.
No, there were no tears.
`If you're going to turn into a pig, my dear,' said Alice, seriously, `I'll have nothing more to do with you. Mind now!'
The poor little thing sobbed again (or grunted, it was impossible to say which), and they went on for some while in silence.
`But perhaps it was only sobbing,' she thought, and looked into its eyes again, to see if there were any tears.
No, there were no tears.
`If you're going to turn into a pig, my dear,' said Alice, seriously, `I'll have nothing more to do with you. Mind now!'
The poor little thing sobbed again (or grunted, it was impossible to say which), and they went on for some while in silence.
Τετάρτη 24 Μαΐου 2006
Imagine
Τι θέλει να πει ο ποιητής
Auguste Rodin, Le Cercle des Amours, c. 1880
Είπε που χτύπησε σε τοίχον ή που έπεσε.
Μα πιθανόν η αιτία να 'ταν άλλη
του πληγωμένου και δεμένου ώμου.
Με μια κομμάτι βίαιη κίνησιν,
απ' ένα ράφι για να κατεβάσει κάτι
φωτογραφίες που ήθελε να δει από κοντά,
λύθηκεν ο επίδεσμος κ' έτρεξε λίγο αίμα.
Ξανάδεσα τον ώμο, και στο δέσιμο
αργούσα κάπως· γιατί δεν πονούσε,
και μ' άρεζε να βλέπω το αίμα. Πράγμα
του έρωτός μου το αίμα εκείνο ήταν.
Σαν έφυγε ηύρα στην καρέγλα εμπρός,
ένα κουρέλι ματωμένο, απ' τα πανιά,
κουρέλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κατ' ευθείαν·
και που στα χείλη μου το πήρα εγώ,
και που το φύλαξα ώρα πολλή-
το αίμα του έρωτος στα χείλη μου επάνω.
Ο Δεμένος Ώμος, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, 1919
Θ.,
σ'ευχαριστώ
που μ' έκανες να καταλάβω
τι θέλει να πει ο ποιητής.
Δευτέρα 22 Μαΐου 2006
Προσευχή
Προσευχή για να εξευμενιστούν οι 7 Γλώσσες. Της Θάλασσας.
Here surrounding the island
there's sea but what sea,
it's always overflowing
says yes, then no, then no again
and no, says yes in blue
in sea spray raging
says no and no again.
It can't be still.
It stummers my name is sea
it slaps the rocks
and when they aren't convinced
strokes them and soaks them
and smolders them with kisses
with seven green tongues
of seven green dogs
or seven green tigers
or seven green seas
beating its chest,
stummering its name.
Oh sea, this is your name.
Oh comrade ocean, don't waste time or water
in getting so upset,
help us instead.
We're meager fishermen,
men from the shore.
We're hungry and cold
and you are foe.
Don't be so hard, don't shout so loud
open your green coffers
place gifts of silver in our hands
give us this day our daily fish.
Pablo Neruda, Ode to the Sea
Μαζί και όχι μαζί
Caspar David Friedrich, Man and Woman Contemplating the Moon, c. 1824
Στην Composition Doll
Δεν ξέρω που να πάω και τι να κάνω
Δεν παρηγοριέμαι που στέκω πλάι σου,
αλλά και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα.
Έχω χαθεί σ'ένα απελπισμένο δίλημμα
Όμως όχι, αυτό δεν είναι δίλημμα.
Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω απ'αυτόν τον πόνο.
Απόψε βαδίζουμε στη νύχτα της αιωνιότητας
Αυτή δεν είναι νύχτα, είναι μια
ατέλειωτη ένωση του Εραστή με τον Αγαπημένο.
Το μυστικό που ψυθιρίζουμε ο ένας στον άλλον
δίνει στο παιδί του σύμπαντος την πρώτη του ανάσα.
Η αγάπη σου είναι η αιτία που υπάρχω
ο τόπος που αναπαύεται η ψυχή μου
Είπα: "Θα σ'αφήσω μονάχο για 2-3 μέρες"
Αλλά δεν τα κατάφερα.
Ω, Αγαπημένε μου, πώς να κρατηθώ μακριά από την αγάπη σου;
Μή σκέφτεσαι.
Μή χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Οι σκέψεις σου είναι ένα πέπλο στο πρόσωπο του φεγγαριού.
Το φεγγάρι αυτό είναι η καρδιά σου
και οι σκέψεις την σκεπάζουν.
Διώξτες λοιπόν
άφησέ τες να πνιγούν στα νερά.
Τζελαλαντίν Ρουμί, Ο Αγαπημένος
Παρασκευή 19 Μαΐου 2006
Αποκατάσταση ονόματος
Ο Μπομπ ζει στο βυθό Μπικίνι και το σπίτι του είναι ένας ανανάς. Ο πιό καλός του φίλος είναι ο Πάτρικ, ένας χοντρούλης αστερίας, λίγο χαζός, που όλο θέλει να παίζει. Όμως ο Μπομπ δεν έχει συνέχεια καιρό για παιχνίδι γιατί εργάζεται και στο εστιατόριο του κυρίου Καβούρη (που είναι τσιγγούνης). Τέλος πάντων.
Θα ήθελα από το βήμα αυτού του μπλογκ να αποκαταστήσω το όνομα του αγαπημένου μου ήρωα. Στην Ελλάδα ο Spongebob Squarepants μεταφράστηκε Μπομπ ο Σφουγγαράκης Τετραγωνοπαντελονής.
Δεν θα του ταίριαζε καλύτερα το: Σπογγομπόμπος Τετραγωνοπαντελονάκης;
Πέμπτη 18 Μαΐου 2006
Τετάρτη 17 Μαΐου 2006
Μυστικά και Ψέματα Χωρίς Ειρμό
Θέλω την ελευθερία μου. Φοβάμαι. Πνίγομαι.
Σιχαίνομαι αυτά που αγαπούσα.
Περιφρονώ αυτούς που συμπαθούσα. Τους σιχαίνομαι.
Πρέπει να κερδίσω την ελευθερία μου.
Πρέπει να πω ψέματα, γιατί δεν μπορώ να πληρώσω το τίμημα της αλήθειας. Αγανακτώ και μπερδεύομαι.
Ίσως πρώτη φορά στη ζωή μου δυσκολεύομαι τόσο πολύ να πω ψέματα.
Ένα παιδικό δύστυχο δίστιχο λέει: "Όποιος λέει ψέματα πέφτει μες στα αίματα. Κι όποιος λέει αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια". Ψέματα λέει: εγώ προς το παρόν κολυμπάω μες στα δικά μου αίματα.
Δεν αγαπώ την απάτη, αλλά αγαπώ την ψευδαίσθηση. Αγαπώ τα ψέματα. Αυτά που χρυσώνουν την αλήθεια. Όλος ο κόσμος αγαπάει τα ψέματα. Γι'αυτό και προτιμάει να τα ακούει. Κανείς δεν αγαπάει αυτόν που λέει την αλήθεια. Αλλά τι περίεργο: αλήθεια λέω μόνο σε αυτούς που αγαπώ.
Ψέματα
Τρίτη 16 Μαΐου 2006
Τι ωραία που είναι!
Δευτέρα 15 Μαΐου 2006
Ατάργατις
Η Ατάργατις είναι πολύ καλή μου φίλη. Δεν την βλέπω συχνά, αλλά όποτε βρεθούμε είναι σαν να μην πέρασε ούτε μια στιγμή από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Πολλές φορές μας πιάνει ακατάσχετη φλυαρία και λέμε τα νέα μας και ένα σωρό κουτσομπολιά. Άλλες φορές, τις περισσότερες μάλλον, καθόμαστε στα βράχια ή στην άμμο και δε μιλάμε. Απλά καθόμαστε η μιά δίπλα στην άλλη. Και είναι ωραία, πολύ ωραία κι έτσι.
Την ξέρω πολλά χρόνια. Από την εποχή που είμασταν κι οι δυό στις δόξες μας, που λένε. Είχαμε όλους τους άντρες στα πόδια μας -και τις γυναίκες μπορώ να σου πω-, τα ωραιότερα φορέματα, διασκεδάσεις...
Αλλά είμασταν κι οι δυό μας προσγειωμένες. Κυριολεκτικά. Ζούσαμε ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και ξέραμε ότι όλα θα άλλαζαν μια μέρα, θα περνούσαν οι καλές εποχές.
Η Ατάργατις είναι έξυπνη κοπέλα και πολύ εντάξει άτομο. Πέρασε κι αυτή πολλά, αλλά τα αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια, χωρίς παράπονα. Τώρα ζει στο βυθό της θάλασσας και απ'ότι μου λέει δεν είναι κι άσχημα. Της αρέσει να κάνει βόλτες στα πυκνά δάση με τα φύκια, να χαζεύει τα ψάρια με τα παράξενα χρώματα, να τρέχει κάτω από την κοιλιά των πλοίων. Καμιά φορά βλέπει και ανθρώπους.
Άμα βαριέται βγαίνει στην παραλία και συναντά τους λιγοστούς φίλους που της απέμειναν, καμιά φορά και την κόρη της. Αλλά τον τελευταίο καιρό βγαίνει ολοένα και σπανιότερα. Την τελευταία φορά της είπα πόσο τη ζηλεύω που ζει μέσα στο νερό κι εκείνη μου είπε: Ιφιμέδεια, είναι γιατρός η θάλασσα, αλλά ούτε αυτή δεν μπορεί να γιατρέψει όλες τις πληγές μας. Θα ήταν καλύτερα να μπορούσαμε να ξεχάσουμε.
Κυριακή 14 Μαΐου 2006
Μερικές φορές..
by Sheenagh Pugh
Sometimes things don't go, after all,
from bad to worse. Some years, muscadel
faces down frost. Green thrives. The crops don't fail,
sometimes a man aims high, and all goes well.
A people sometimes will step back from war.
Elect an honest man. Decide they care
enough, that they can't leave some stranger poor.
Some people become what they were born for.
Sometimes our best efforts do not go
amiss. Sometimes we do as we meant to.
The sun will sometimes melt a field of sorrow
that seemed hard frozen. May it happen for you.
Παρασκευή 12 Μαΐου 2006
Ένας μοντέρνος 500 ετών
Paolo Veronese, Mars and Venus united by Love, c. 1570
Out of Sight, Out of Mind
The oftener seen, the more I lust,
The more I lust, the more I smart,
The more I smart, the more I trust,
The more I trust, the heavier heart;
The heavy hearty breeds mine unrest,
Thy absence, therefore, like I best.
The rarer seen, the lest in mind,
The less in mind, the lesser pain,
The lesser pain, less grief I find,
The lesser grief, the greater gain,
The greater gain, the merrier I,
Therefore I wish thy sight to fly.
The further off, the more I joy,
The more I joy, the happier life,
The happier life, less hurts annoy,
The lesser hurts, pleasure most rife:
Such pleasures rife shall I obtain
When distance doth depart us twain.
Ο Barnabe Googe είναι ένας ιχνηλάτης στην πορεία της αγγλικής λογοτεχνίας και γλώσσας. Στα 15 του μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, στα 17 υπηρετούσε στην αυλή της Elisabeth. Έζησε το πέρασμα, πέρασε ο ίδιος απέναντι με τόλμη.
Γενήθηκε το 1540, πέθανε το 1594, το ποίημα θα μπορούσε να έχει γραφτεί το 2006.
Του Ιχνηλάτη
Τετάρτη 10 Μαΐου 2006
Του Ιούδα, μικρό αντίδωρο
When I went out to kill myself, I caught
A pack of hoodlums beating up a man.
Running to spare his suffering, I forgot
My name, my number, how my day began,
How soldiers milled around the garden stone
And sang amusing songs; how all that day
Their javelins measured crowds; how I alone
Bargained the proper coins, and slipped away.
Banished from heaven, I found this victim beaten,
Stripped, kneed, and left to cry. Dropping my rope
Aside, I ran, ignored the uniforms:
Then I remembered bread my flesh had eaten,
The kiss that ate my flesh. Flayed without hope,
I held the man for nothing in my arms.
James Wright, Saint Judas
Τρίτη 9 Μαΐου 2006
Εκείνη η πρώτη στιγμή
Σε γνώρισα από την πρώτη στιγμή. Ένα βλέμμα μου ήταν αρκετό να καταλάβω, να διαβάσω το παρελθόν και να δω το μέλλον. Και αμέσως ήξερα από που ήρθαμε, από που περάσαμε, ό,τι πάλι θα βρεθούμε κι εδώ και αλλού αργότερα.
Κι ας ήταν κόσμος γύρω πολύς και φασαρία. Ήτανε άνοιξη, λίγο πριν το μεσημέρι, έμεινα να σε κοιτάω.
Από τότε πετάμε μαζί.
- Η καημένη η Christina, ξεκινώντας από τον Δάντη και τον Πετράρχη, στενοχωριέται που δεν θυμάται και δεν κατάλαβε αμέσως. Αλλά η αγάπη της είναι τόση που δεν χωράει στους στίχους του σονέτου, όσο κι αν προσπαθεί να τη χωρέσει. Και γι'αυτή της την προσπάθεια είναι αξιοθαύμαστη.
Era già 1'ora che volge il desio. - Dante
Ricorro al tempo ch' io vi vidi prima. - Petrarca
I wish I could remember that first day,
First hour, first moment of your meeting me,
If bright or dim the season, it might be
Summer or winter for aught I can say;
So unrecorded did it slip away,
So blind was I to see and to foresee,
So dull to mark the budding of my tree
That would not blossom yet for many a May.
If only I could recollect it, such
A day of days! I let it come and go
As traceless as a thaw of bygone snow;
It seem'd to mean so little, meant so much;
If only now I could recall that touch,
First touch of hand in hand--Did one but know!
Δευτέρα 8 Μαΐου 2006
Απωλεσθέν
Έχασα ένα μέρος από το μυαλό μου.
Νομίζω τον Αύγουστο που μας πέρασε.
Υποπτεύομαι ότι μου το πήρε η Ηλέκτρα. Κι αν δεν το πήρε, κάτι ξέρει. Η γεροντοκόρη κομπλεξική Ηλέκτρα. Ό,τι κι αν έχει, μυαλό δεν έχει. Μόνο μίσος. Απόλυτο. Κι αν το πήρε, θα το πέταξε. Τόσο της κόβει.
Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα -με το κομμάτι που μου έμεινε- μάλλον έφυγε μόνο του. Για να γλυτώσει.
Κατά βάθος δεν το αδικώ. Απορώ όμως που δεν έφυγε νωρίτερα. Πολύ νωρίτερα.
Το κομμάτι που έμεινε δεν φτάνει πιά. Το κατάλαβα εδώ και καιρό. Το κακό όμως είναι ότι τώρα τελευταία φοβάμαι ότι θα αρχίσουν να το καταλαβαίνουν και οι άλλοι.
Θά'θελα να ήξερα που είναι το υπόλοιπο μυαλό μου. Θα ήθελα να γυρίσει και να είμαι καλά. Να είμαι πάλι γενναία. Να μην φοβάμαι πιά. Να πάψω να βλέπω θολά.
Η μικρή Πορτογαλίδα
Έβλεπε τη ζωή να κυλά έξω από το παράθυρο. Η πένα της ήταν η καλύτερή της φίλη. Κι έσβηνε μέρα με τη μέρα.
Τώρα πιά δεν θέλει να θυμάται εκείνη την αιώνια νύχτα. Πριν απ'αυτόν. Νιώθει ότι γεννήθηκε τη μέρα που τον γνώρισε. Η μικρή Πορτογαλίδα είναι ευτυχισμένη. Έτσι τη φωνάζει εκείνος.
Κι εκείνη του γράφει
How do I love thee? Let me count the ways.
I love thee to the depth and breadth and height
My soul can reach, when feeling out of sight
For the ends of Being and ideal Grace.
I love thee to the level of everyday's
Most quiet need, by sun and candle-light.
I love thee freely, as men strive for Right;
I love thee with the passion put to use
In my old griefs, and with my childhood's faith.
I love thee with a love I seemed to lose
With my lost saints,--I love thee with the breath,
Smiles, tears, of all my life!--and, if God choose,
I shall but love thee better after death.
Elizabeth Barrett Browning, Sonnets from the Portuguese, 1850.
Κάποια χρόνια μετά η Elisabeth θα συναντήσει ξανά τα φαντάσματα της αιώνιας νύχτας και θα φύγει. Kερδισμένη.
Σάββατο 6 Μαΐου 2006
Κεραυνοβόλος έρωτας
Ο Λευκάδιος γεννήθηκε στη Λευκάδα.
Έψαξε πολύ και κουράστηκε, αλλά στο τέλος βρήκε την πατρίδα της ψυχής του.
Θυμάμαι τη μέρα που ερωτεύτηκε.
[...] "Μολαταύτα, την πρώτη τουλάχιστον μέρα, το παλιό είναι από μόνο του νέο για τον ξένο και αρκεί για να του τραβήξει την προσοχή. Τότε του φαίνεται πως ο,τιδήποτε ιαπωνικό είναι εκλεπτυσμένο, εξαίσιο, θαυμαστό - ακόμα κι ένα ζευγάρι ξυλαράκια φαγητού σε μια χάρτινη σακούλα με κάποιο σχέδιο. Ακόμα κι ένα πακέτο οδοντογλυφίδες από ξύλο κερασιάς, τυλιγμένες με χαρτί που έχει υπέροχα γράμματα σε τρεις διαφορετικές αποχρώσεις. Ακόμα και η μικρή πετσέτα στο μπλε του ουρανού με τα σχέδια των σπουργιτιών που χρησιμοποιεί ο τζινρικίσα για να σφουγγίσει το πρόσωπό του. Τα χαρτονομίσματα και τα κοινότατα χάλκινα νομίσματα είναι αντικείμενα ομορφιάς. Ακόμα και το κομμάτι του χρυσόχρωμου σπάγκου που χρησιμοποιεί ο καταστηματάρχης για να τυλίξει το τελευταίο σου απόκτημα είναι αξιοπερίεργα όμορφο. Παράξενα και όμορφα αντικείμενα σε ζαλίζουν με το πλήθος τους. Όπου και να γυρίσεις τα μάτια σου υπάρχουν αναρίθμητα υπέροχα αντικείμενα, που ως τώρα ήταν ακατανόητα" [...]
Λευκάδιος Χερν, Η Χώρα των Χρυσανθέμων, Αθήνα 1998 (μτφ. Γ. Καλαμαντής)
Παρασκευή 5 Μαΐου 2006
Ο Μικρός συναντά τον Μεγάλο
Ο μικρός Jean-Paul Sartre συναντά τον Θεό..
"Για πολλά χρόνια συνέχισα να διατηρώ δημόσιες σχέσεις με τον Παντοδύναμο. Στην ιδιωτική μου ζωή, έπαψα να τον συναναστρέφομαι. Μια φορά μόνο μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι Εκείνος υπήρχε. Έπαιζα με τα σπίρτα και έκαψα ένα μικρό χαλί. Ετοιμαζόμουν να καλύψω το κακούργημά μου, όταν ξαφνικά με είδε ο Θεός κι ένιωσα το βλέμμα του στο εσωτερικό του κεφαλιού μου και στα χέρια μου. Στριφογύριζα στο μπάνιο, φριχτά ορατός, ζωντανός στόχος. Η αγανάκτηση με έσωσε: έγινα έξαλλος με αυτήν την αγενέστατη αδιακρισία, βλασφήμησα, μουρμούρισα σαν τον παππού μου: "Που να πάρει ο διάολος το διάολο". Δεν με ξανακοίταξε ποτέ.
Μόλις διηγήθηκα την ιστορία μιάς χαμένης έκκλησης. Είχα ανάγκη τον Θεό, μου τον έδωσαν, τον έλαβα δίχως να καταλάβω ότι τον αναζητούσα. Επειδή δεν μπόρεσε να ριζώσει στην καρδιά μου, φυτοζώησε μέσα μου γιά λίγο και πέθανε. Σήμερα, όταν μου μιλούν γι' Αυτόν, απαντώ με το διασκεδαστικό και δίχως τύψεις ύφος ενός γηραιού γόη που συναντά μιά πρώην γόησσα: "Αν δεν είχε συμβεί εκείνη η παρεξήγηση, εκείνο το λάθος, εκείνο το απρόβλεπτο συμβάν πριν από πενήντα χρόνια, κάτι θα μπορούσε να είχε γίνει μεταξύ μας".
Jean-Paul Sartre, Οι Λέξεις, εκδ. Άγρα, μτφ. Ειρήνη Τσολακέλλη
Τρίτη 2 Μαΐου 2006
Θάνατος Αθάνατος
Εκεί που ξεφύλλιζα πάλι τον S. Quasimodo για παρηγοριά απόψε, τον άκουσα να φωνάζει θυμωμένος από τη σελίδα 94 (εκδ. Πατάκη, 1997). Και φωνάζω απόψε μαζί του.
Θάνατος Αθάνατος
Και θα πρέπει λοιπόν να σ'αρνηθούμε, Θεέ
των όγκων, Θεέ του ζωντανού άνθους,
και να αρχίσουμε μ'ένα όχι στη σκοτεινή
πέτρα "υπάρχω" και να υποταχτούμε στο θάνατο
και σε κάθε τάφο πάνω να γράψουμε τη μόνη
σιγουριά μας: "Θάνατος αθάνατος";
Δίχως ένα όνομα που να θυμίζει τα όνειρα
τά δάκρυα τις οργές αυτού του ανθρώπου
νικημένου από ερωτήσεις αναπάντητες;
Αλλάζει ο διάλογός μας. τώρα γίνεται
δυνατό το παράλογο. Εκεί
πέρα από της ομίχλης τον καπνό, ανάμεσα στα δέντρα
φυλάει σκοπιά η δύναμη των φύλλων,
αληθινό το ποτάμι που πιέζει τις όχθες.
Η ζωή δεν είναι όνειρο. Αληθινός ο άνθρωπος
κι ο θρήνος του που φθονεί τη σιωπή.
Θεέ της σιωπής, άνοιξε τη μοναξιά.
Κι αμέσως βραδιάζει
Καθένας μένει μόνος μες στην καρδιά της γης.
Μια ηλιαχτίδα τον διαπερνά:
κι αμέσως βραδιάζει.
Salvatore Quasimodo, Κι αμέσως βραδιάζει (μτφ. Ευριπίδης Γαραντούδης)
Βράδιασε νωρίς Νίκο.
Δεν πίστευα ότι θα άντεχε η γη να ανοίξει και να σε χωρέσει. Πώς άντεξε; Πώς άντεξε;
Νίκο, ξέρεις τι σκέφτηκα; Σκέφτηκα ότι μας ξεγέλασες όλους. Πάλι μας την έσκασες. Θα μείνεις πάντα 34 χρονών. Νέος, ωραίος και γελαστός. Δεν θα φθαρεί το σώμα και το πνεύμα σου. Θα τριγυρνάς ανάμεσά μας, αιώνιο παιδί, όταν εμείς θα φθίνουμε. Και θα γελάς, θα γελάς, θα γελάμε κι εμείς -κι ας κλαίμε τώρα.
Καλήν αντάμωση.
Δευτέρα 1 Μαΐου 2006
Α, ναι, Πρωτομαγιά...
Η κηδεία του Σαρπηδόνος
Βαρυάν οδύνη έχει ο Ζεύς. Τον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Μενοιτιάδης κ' οι Αχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.
Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί - που το άφισε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι -
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.
Του ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ' τα αίματα·
κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης -
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξη -
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.
Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυό αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.
Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές και θρήνους,
και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ' έπειτα έμπειροι απ' την πολιτείαν εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.
Κ.Π. Καβάφης (1908).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)