Νυχτερινά σφιγμένα
Νυχτερινά σφιγμένα
των λουλουδιών τα χείλη,
σταυρωμένοι και δεμένοι
οι κορμοί των πεύκων,
γκρίζα τα μούσκλα, συγκλονισμένη η πέτρα,
αφυπνισμένες για την πτήση την ατέρμονη
οι κάργιες πάνω απ'τον παγετώνα:
αυτή είναι η χώρα, όπου
αναπαύονται αυτοί που τους προφτάσαμε στο δρόμο:
την ώρα δεν θα ονομάσουν,
δεν θα μετρήσουν τις νιφάδες,
μήτε θ'ακολουθήσουν τα νερά μέχρι το φράγμα.
Στέκονται χωρισμένοι μες στον κόσμο,
καθένας πλάι στη νύχτα του,
καθένας πλάι στο θάνατό του,
στριφνοί, με κεφαλή γυμνή, σκεπασμένοι από την πάχνη
του μακράν και του πλησίον.
Πληρώνουνε το κρίμα που εμψύχωσε τις απαρχές τους,
το πληρώνουν σε μιά λέξη,
που υφίσταται αδίκως, σαν το καλοκαίρι.
Μιά λέξη - ξέρεις:
ένα λείψανο.
Ας το πλύνουμε,
ας το χτενίσουμε,
κι ας στρέψουμε το μάτι του στον ουρανό.
Ο κατήφορος
Πλάι μου ζεις, όπως εγώ:
σαν μιά πέτρα
στο βουλιαγμένο μάγουλο της νύχτας.
Ω τούτος ο κατήφορος, αγαπημένη,
όπου κυλάμε ασταμάτητα,
πέτρες εμείς
από ρυάκι σε ρυάκι.
Πιό στρογγυλοί κάθε φορά.
Πιό όμοιοι. Πιό ξένοι.
Ω τούτο το μεθυσμένο μάτι,
που εδώ περιπλανιέται σαν εμάς
κι εμάς φορές φορές
κατάπληκτο μας βλέπει ένα.
Paul Celan, Von Schwelle zu Schwelle, Από Κατώφλι σε Κατώφλι, μτφ. Σ.Γ. Νικολούδη
Την ανάρτησή μας εικονογραφούν έργα των Arnold Boecklin, Eadweard Muybridge και Edward Weston.
*
*
*