Είναι μέρες πολλές που έφυγες κι ακόμη σε ψάχνω.
Σου γράφω κι εδώ γιατί φοβάμαι ότι δεν μ'ακούς που σου μιλάω από μέσα μου και δεν μ'ακούς όταν στο σπίτι σε φωνάζω δυνατά.
Δεν ξέρω τί άλλο τρόπο να βρω για να επικοινωνήσω μαζί σου μα θα συνεχίσω να ψάχνω έτσι τρόπους, θα συνεχίσω να σε ψάχνω μέχρι να σε βρω -ή να βεβαιωθώ ότι εξαφανίστηκες, έτσι απλά.
Θέλω να σε δω μια στιγμή ακόμη, μια στιγμούλα. Θέλω να έρθεις πάλι κοντά μου για λίγο, θα ήθελα μια αγκαλιά, μα το ξέρω πώς ζητάω πολλά. Έστω να σε δω μια στιγμή και πάλι φεύγεις. Να μου χαϊδέψεις λίγο τα μαλλιά, όπως μόνο εσύ μαμά μου. Να προλάβω να σου πω ότι σ'αγαπώ πολύ, απέραντα πολύ, και τίποτα δεν θα είναι ίδιο χωρίς εσένα και περισσότερο απ'όλα να σου πω ότι στενοχωριέμαι γιατί ξέρω ότι δεν ήθελες εσύ να φύγεις. Κάποιος, κάτι σε πήρε από την αγκαλιά μου, το ένιωσα κι είμαι σίγουρη. Κάτι πιό δυνατό από μένα, με νίκησε, σε τράβηξε μακριά μου και σε πήρε. Εσύ μικρούλα μου, αδύναμο κορμάκι, δεν έφερες αντίσταση, κοριτσάκι μου. Κι εγώ η δυνατή δεν σε προστάτευσα, δεν πρόλαβα μανούλα μου. Δεν πρόλαβα.
Στενοχωριέμαι που έφυγες χωρίς να θέλεις, που είχες σχέδια κι όνειρα, έφυγες τόσο νέα μικρούλα μου, παιδάκι μου μιά ζωή απροστάτευτο.
Μανούλα μου, μου λείπεις όλη την ώρα. Βρες έναν τρόπο σε παρακαλώ να μου στείλεις ένα σημάδι, να μου στείλεις κάτι από σένα. Μου φαίνεται αδιανόητο που υπάρχει κάτι που μπορεί εμάς τις δυό να μας κρατήσει χωριστά. Πώς είναι δυνατόν;
Ο χρόνος περνάει, η ζωή συνεχίζεται και οι μέρες είναι άνισες, σκιερές.
Εξακολουθώ να αναρωτιέμαι πού είσαι. Αυτό που φοβόμουνα μιά ζωή, η υποψία ότι δεν υπάρχει Θεός, έρχεται κάθε μέρα που περνάει να το επιβεβαιώσει. Ξέρω θα θύμωνες αν με άκουγες να το λέω, αλλά έτσι σκέφτομαι. Θυμώνω κι εγώ μαζί σου, θυμώνω με όλα, θυμώνω με τον Θεό αν υπάρχει και με το Θεό που δεν υπάρχει, με ό,τι τέλος πάντων σε πήρε μακριά μας, έτσι. Κατάντησα να ζηλεύω όλους αυτούς τους θρήσκους που με βεβαιότητα πιστεύουν. Τους ζηλεύω και ταυτόχρονα θέλω να τους χαστουκίσω και να τους ρωτήσω πού είναι η μαμά μου. Αφού είναι τόσο σίγουροι για το Θεό και για το Χριστό και για όλα, να μου πούνε πού είναι η μαμά μου. Ψεύτες. Αν υπήρχε Θεός δεν θα έπαιρνε τη μαμά μου, δεν θα έπαιρνε αθώα παιδάκια και νέους ανθρώπους, δεν θα άφηνε κτηνάνθρωπους να ζουν. Ψεύτες. Αν υπήρχε Θεός η μαμά μου θα ερχόταν πάλι έστω μιά στιγμή για να με καθησυχάσει. Η μαμά μου δεν θα με άφηνε ποτέ να στενοχωριέμαι τόσο.
Ο Θάνατος δεν φοράει βέβαια σαλβάρι και τέτοιες σαχλαμάρες. Μπήκε αόρατος, ανεπαίσθητος στο σπίτι μου και μου πήρε την μεγάλη μου αγάπη. Μου την άρπαξε βίαια μέσα από την αγκαλιά μου. Κι αυτό που έμεινε είναι ένα τεράστιο κενό, ένα πολύ βαθύ πηγάδι που διασχίζει όλο το μέσα μου και δεν έχει πάτο.
Δεν ξέρω πώς να ζήσω πιά τη ζωή μου χωρίς τη μανούλα μου. Φυσικά έχω τους αγαπημένους, το παιδί, μα τίποτα απολύτως δεν μπορεί να είναι πιά απόλυτη ευτυχία γιατί πάντα θα λείπει εκείνη. Αισθάνομαι ότι πρέπει να μάθω να ζω από την αρχή. Πώς κόπηκε τώρα για πρώτη φορά στα σαράντα μου ο ομφάλιος λώρος και δεν θα είμαι ποτέ ξανά παιδί, ποτέ ξανά ανήλικη, θα είμαι πιά για πάντα ένα ενήλικο παιδί που θα του λείπει η μαμά του.
Σου θυμώνω μαμά μου που δεν γύρισες. Πού σου φώναζα να γυρίσεις και δεν γύρισες. Γιατί πίστευα ότι για την αγάπη μας μπορείς όλα να τα νικήσεις και τον θάνατο ακόμα. Και μου λείπεις κάθε μέρα πιό πολύ, όλη την ώρα πολύ. Καθόλου δεν λιγοστεύει ο πόνος καθώς περνάνε οι μέρες, ψέμματα λένε όλοι, αντίθετα μεγαλώνει. Η τρομάρα μου γίνεται φρικτή βεβαιότητα. Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια η μέρα ξεκινάει με μιά φρικτή είδηση. Ξανά και ξανά κάθε μέρα, κάθε πρωί μαθαίνω ότι πέθανες. Πώς θα τη ζήσω τέτοια ζωή;
Δεν ξέρω γιατί η πιό ισχυρή εικόνα την ώρα της κηδείας ήταν το τετράδιό μου της πρώτης Δημοτικού. Αυτό που η κάθε σελίδα ήταν μοιρασμένη, επάνω ένα πλαίσιο κενό για ζωγραφιές, κάτω γραμμές. Αυτό το τετράδιο το δικό μου σε βλέπω στο μυαλό μου συνέχεια να το ζωγραφίζεις εσύ, βλέπω συνέχεια τα μακριά λεπτά σου δάκτυλα, έχει τις δικές σου ζωγραφιές επάνω και τα δικά μου γραμματάκια κάτω. Και είμαι έτσι πέντε χρονών διαρκώς και θέλω να γυρίσεις να μου ζωγραφίσεις το τετράδιο, να συνεχίσουμε να ζωγραφίζουμε και να γράφουμε μαζί. Είμαι ακόμη το παιδάκι σου μαμά μου και μου λείπεις.
Γύρνα πίσω μαμά μου μιά στιγμούλα. Σε παρακαλώ βρες ένα τρόπο να μου δώσεις ένα σημάδι. Θα σε περιμένω πάντα, μα κάνε ό,τι μπορείς και μην αργήσεις.
Πρόλαβες να το νιώσεις άραγε που σε φίλησα όταν μείναμε οι δυό μας;
Σου γράφω κι εδώ γιατί φοβάμαι ότι δεν μ'ακούς που σου μιλάω από μέσα μου και δεν μ'ακούς όταν στο σπίτι σε φωνάζω δυνατά.
Δεν ξέρω τί άλλο τρόπο να βρω για να επικοινωνήσω μαζί σου μα θα συνεχίσω να ψάχνω έτσι τρόπους, θα συνεχίσω να σε ψάχνω μέχρι να σε βρω -ή να βεβαιωθώ ότι εξαφανίστηκες, έτσι απλά.
Θέλω να σε δω μια στιγμή ακόμη, μια στιγμούλα. Θέλω να έρθεις πάλι κοντά μου για λίγο, θα ήθελα μια αγκαλιά, μα το ξέρω πώς ζητάω πολλά. Έστω να σε δω μια στιγμή και πάλι φεύγεις. Να μου χαϊδέψεις λίγο τα μαλλιά, όπως μόνο εσύ μαμά μου. Να προλάβω να σου πω ότι σ'αγαπώ πολύ, απέραντα πολύ, και τίποτα δεν θα είναι ίδιο χωρίς εσένα και περισσότερο απ'όλα να σου πω ότι στενοχωριέμαι γιατί ξέρω ότι δεν ήθελες εσύ να φύγεις. Κάποιος, κάτι σε πήρε από την αγκαλιά μου, το ένιωσα κι είμαι σίγουρη. Κάτι πιό δυνατό από μένα, με νίκησε, σε τράβηξε μακριά μου και σε πήρε. Εσύ μικρούλα μου, αδύναμο κορμάκι, δεν έφερες αντίσταση, κοριτσάκι μου. Κι εγώ η δυνατή δεν σε προστάτευσα, δεν πρόλαβα μανούλα μου. Δεν πρόλαβα.
Στενοχωριέμαι που έφυγες χωρίς να θέλεις, που είχες σχέδια κι όνειρα, έφυγες τόσο νέα μικρούλα μου, παιδάκι μου μιά ζωή απροστάτευτο.
Μανούλα μου, μου λείπεις όλη την ώρα. Βρες έναν τρόπο σε παρακαλώ να μου στείλεις ένα σημάδι, να μου στείλεις κάτι από σένα. Μου φαίνεται αδιανόητο που υπάρχει κάτι που μπορεί εμάς τις δυό να μας κρατήσει χωριστά. Πώς είναι δυνατόν;
Ο χρόνος περνάει, η ζωή συνεχίζεται και οι μέρες είναι άνισες, σκιερές.
Εξακολουθώ να αναρωτιέμαι πού είσαι. Αυτό που φοβόμουνα μιά ζωή, η υποψία ότι δεν υπάρχει Θεός, έρχεται κάθε μέρα που περνάει να το επιβεβαιώσει. Ξέρω θα θύμωνες αν με άκουγες να το λέω, αλλά έτσι σκέφτομαι. Θυμώνω κι εγώ μαζί σου, θυμώνω με όλα, θυμώνω με τον Θεό αν υπάρχει και με το Θεό που δεν υπάρχει, με ό,τι τέλος πάντων σε πήρε μακριά μας, έτσι. Κατάντησα να ζηλεύω όλους αυτούς τους θρήσκους που με βεβαιότητα πιστεύουν. Τους ζηλεύω και ταυτόχρονα θέλω να τους χαστουκίσω και να τους ρωτήσω πού είναι η μαμά μου. Αφού είναι τόσο σίγουροι για το Θεό και για το Χριστό και για όλα, να μου πούνε πού είναι η μαμά μου. Ψεύτες. Αν υπήρχε Θεός δεν θα έπαιρνε τη μαμά μου, δεν θα έπαιρνε αθώα παιδάκια και νέους ανθρώπους, δεν θα άφηνε κτηνάνθρωπους να ζουν. Ψεύτες. Αν υπήρχε Θεός η μαμά μου θα ερχόταν πάλι έστω μιά στιγμή για να με καθησυχάσει. Η μαμά μου δεν θα με άφηνε ποτέ να στενοχωριέμαι τόσο.
Ο Θάνατος δεν φοράει βέβαια σαλβάρι και τέτοιες σαχλαμάρες. Μπήκε αόρατος, ανεπαίσθητος στο σπίτι μου και μου πήρε την μεγάλη μου αγάπη. Μου την άρπαξε βίαια μέσα από την αγκαλιά μου. Κι αυτό που έμεινε είναι ένα τεράστιο κενό, ένα πολύ βαθύ πηγάδι που διασχίζει όλο το μέσα μου και δεν έχει πάτο.
Δεν ξέρω πώς να ζήσω πιά τη ζωή μου χωρίς τη μανούλα μου. Φυσικά έχω τους αγαπημένους, το παιδί, μα τίποτα απολύτως δεν μπορεί να είναι πιά απόλυτη ευτυχία γιατί πάντα θα λείπει εκείνη. Αισθάνομαι ότι πρέπει να μάθω να ζω από την αρχή. Πώς κόπηκε τώρα για πρώτη φορά στα σαράντα μου ο ομφάλιος λώρος και δεν θα είμαι ποτέ ξανά παιδί, ποτέ ξανά ανήλικη, θα είμαι πιά για πάντα ένα ενήλικο παιδί που θα του λείπει η μαμά του.
Σου θυμώνω μαμά μου που δεν γύρισες. Πού σου φώναζα να γυρίσεις και δεν γύρισες. Γιατί πίστευα ότι για την αγάπη μας μπορείς όλα να τα νικήσεις και τον θάνατο ακόμα. Και μου λείπεις κάθε μέρα πιό πολύ, όλη την ώρα πολύ. Καθόλου δεν λιγοστεύει ο πόνος καθώς περνάνε οι μέρες, ψέμματα λένε όλοι, αντίθετα μεγαλώνει. Η τρομάρα μου γίνεται φρικτή βεβαιότητα. Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια η μέρα ξεκινάει με μιά φρικτή είδηση. Ξανά και ξανά κάθε μέρα, κάθε πρωί μαθαίνω ότι πέθανες. Πώς θα τη ζήσω τέτοια ζωή;
Δεν ξέρω γιατί η πιό ισχυρή εικόνα την ώρα της κηδείας ήταν το τετράδιό μου της πρώτης Δημοτικού. Αυτό που η κάθε σελίδα ήταν μοιρασμένη, επάνω ένα πλαίσιο κενό για ζωγραφιές, κάτω γραμμές. Αυτό το τετράδιο το δικό μου σε βλέπω στο μυαλό μου συνέχεια να το ζωγραφίζεις εσύ, βλέπω συνέχεια τα μακριά λεπτά σου δάκτυλα, έχει τις δικές σου ζωγραφιές επάνω και τα δικά μου γραμματάκια κάτω. Και είμαι έτσι πέντε χρονών διαρκώς και θέλω να γυρίσεις να μου ζωγραφίσεις το τετράδιο, να συνεχίσουμε να ζωγραφίζουμε και να γράφουμε μαζί. Είμαι ακόμη το παιδάκι σου μαμά μου και μου λείπεις.
Γύρνα πίσω μαμά μου μιά στιγμούλα. Σε παρακαλώ βρες ένα τρόπο να μου δώσεις ένα σημάδι. Θα σε περιμένω πάντα, μα κάνε ό,τι μπορείς και μην αργήσεις.
Πρόλαβες να το νιώσεις άραγε που σε φίλησα όταν μείναμε οι δυό μας;
19 σχόλια:
αγάπη μου, πόσο μα πόσο λυπάμαι :(
Ιφιμέδεια, σε αυτές τις περιπτώσεις ό,τι και να πεις είναι κάπως ρηχό και άσχημο. Τα συλληπητήρια μου πάντως, σε έχω στο μυαλό μου.
Πολύ λυπάμαι για τη μαμά σου. Μα τώρα είσαι κι εσύ μαμά και πρέπει να αντέξεις αν όχι για σένα, για τα παιδιά σου. Θα περάσει κι αυτό, δεν θα ξεχαστεί μα θα περάσει.Είσαι τυχερή που είχες τέτοια μαμά :)
Έχει δίκιο η Σοφία για τα αμήχανα λόγια (τα δικά μας). Αν έχει ένα ελάχιστο νόημα κι η δική μου συμπαράσταση και αγκαλιά, να ξέρεις ότι την έχεις από καρδιάς. Συγκλονιστικό αυτό με το τετράδιο της α δημοτικού.
Δεν είναι ποτέ εύκολο, σε όποια ηλικία και αν συμβεί. Τα συλληπητήριά μου.
Τα βαθιά μου και ειλικρινή συλλυπητήρια. Είναι ανυπόφορη ετούτη η ώρα. Και να σου πω ότι θα μαλακώσει με τον καιρό, δεν σε παρηγορώ. Κάμε κουράγιο.
Ιφιμέδεια, σε σκέφτομαι πολύ! Μακάρι να μπορούσα να σε στηρίξω με οποιοδήποτε τρόπο, να ήμουν κοντά σου....
Συλληπητήρια.
σγπ
Έχεις την συμπαράσταση και την αγάπη όλων. Όσοι βρισκόμαστε σ' αυτή την ηλικία περάσαμε, ή θα περάσουμε κάτι ανάλογο. Εύκολο να το λες δύσκολο να το βιώνεις. Ο χρόνος βοηθάει θα δεις.
Θα 'θελα να σου πω πως το ΄νιωσε, αλλά κι εγώ γι αυτό το τελευταίο σ΄αγαπώ ακόμα αναρωτιέμαι .
Μια αγκαλιά κι από μένα
Κουράγιο μωρό,οτι κ αν σημαίνει αυτό..
Όσο χρονών κι αν είμαστε,τότε,εκείνη ακριβώς τη στιγμή,είναι που πράγματι κόβεται ο ομφάλιος λώρος.Το βίωσα-και θυμάμαι με τραγική σιγουριά,ότι έτσι ακριβώς ήταν: για δευτερόλεπτα, η απόλυτη μοναξιά σε ένα κόσμο που δεν είχε το νόημα που του έδινα μέχρι τότε,σ' ένα κόσμο όπου εγώ ήμουν ξανά βρέφος.Βρέφος ορφανό.
Και-δυστυχώς ή ευτυχώς για τη Μνήμη-καμιά τέτοιου μεγέθους Απώλεια δεν ξεπερνιέται.
Το μόνο που κάνουμε, είναι να συνηθίζουμε με τον καιρό την Απουσία-αυτά τα μικρά κενά μέσα στο παράπονο και στη νοσταλγία.
Σε φιλώ γλυκά,κουράγιο.
"θα είμαι πιά για πάντα ένα ενήλικο παιδί που θα του λείπει η μαμά του".
.... Δεν έχω να σου πω τίποτα, μόνο ότι στενοχωρήθηκα πολύ όταν μου το είπες. Και ότι, κάπως, με κάποιο τρόπο, περνώντας ο καιρός θα μάθεις να την θυμάσαι και να γελάς. Και θα το κάνεις για εκείνη.
Φίλοι, σας ευχαριστώ από την καρδιά μου. Με συγκινεί η σκέψη σας. Ελπίζω κι εγώ ο χρόνος να απαλύνει αυτό το αβάσταχτο αίσθημα.
"Καθόλου δεν λιγοστεύει ο πόνος καθώς περνάνε οι μέρες, ψέμματα λένε όλοι, αντίθετα μεγαλώνει"
Ναι, έχεις δίκιο, δε λιγοστεύει, μόνο μεγαλώνει. Δε λεν όμως ψέμματα, γιατί -βλέπεις- απλώς δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Ευτυχώς.
ο "διαδικαστικός" πόνος που σχετίζεται με το συμβάν το ίδιο και τα ...τελετουργικά του ίσως να καταλαγιάζει, η αίσθηση της έλλειψης είναι που δεν παλεύεται με τίποτα....αυτό που έρχεται και ξανάρχεται ότι είσαι και πάλι μωρό και δεν είναι κανείς να σε σκεπάσει και να σου δώσει γάλα...ή ότι δεν θα ξανατσακωθείς ούτε για σοβαρά ούτε για ασήμαντα -ή ότι δεν σε ρωτάει κανείς αν σκεπάζεσαι ή τρως καλά (ή κι αν έχεις κάποιο να σε ρωτάει και να σε νοιάζεται, δεν είναι το ίδιο αίσθημα....)
Πολύ λυπήθηκα, μα πολύ! Να είσαι καλά να την θυμάσαι!
Τόσες μέρες που περνάω από 'δω δεν έχω λόγια, σήμερα είπα να σου αφήσω μια αγκαλιά, έστω και ηλεκτρονική..
Τόσες μέρες που περνάω από 'δω δεν έχω λόγια, σήμερα είπα να σου αφήσω μια αγκαλιά, έστω και ηλεκτρονική..
Ευχαριστώ ειλικρινά πάρα πολύ για τα λόγια σας. Με συγκινήσατε πολύ.
Δημοσίευση σχολίου