Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Το πιό βαρετό ποστ - ένα πείραμα


Ένα από τα πιό βαρετά πράγματα γιά μένα είναι να μου αφηγείται κάποιος τι είδε στον ύπνο του. Φυσικά υπάρχουν οι λαμπρές εξαιρέσεις, αλλά ασφαλώς δεν έχουν όλοι το ταλέντο της αφήγησης. Αυτή η παρατήρηση ισχύει κυρίως για τον ίδιο τον εαυτό μου: βλέπω πολύ συναρπαστικά όνειρα, γεμάτα ασυμβατότητες, παράδοξα περιστατικά, πρακτικά αδύνατα γεγονότα, αλλά κάθε φορά που επιχειρώ να τα αφηγηθώ, αντιλαμβάνομαι καθώς το κάνω, πόσο, μα πόσο αφόρητα βαρετό είναι αυτό που λέω, αφού δεν μπορώ σωστά να μεταδώσω πόσο φανταστικό, πόσο ισχυρό ήταν αυτό που είδα. Άσε που τις περισσότερες φορές το όνειρο μένει ανολοκλήρωτο, δεν βγαίνει κανένα νόημα επομένως. Σήμερα αποφάσισα να επιβεβαιώσω κι από το ιστολόγιο αυτή μου την πεποίθηση. Γράψτε μου ειλικρινά αν διαβάσατε μέχρι το τέλος το ποστ (που πολύ αμφιβάλλω) και πόσο ειλικρινά βαρετό σας φάνηκε το κειμενο που ακολουθεί (σε κλίμακα 1 ως 10 ας πούμε). Αφήνω επίτηδες όλο αυτό το ποστ χωρίς παραγράφους, διότι κάπως έτσι νομίζω ότι ρέουν και τα όνειρα και ακολούθως και οι αφηγήσεις τους. Ιδού λοιπόν ένα μικρό δείγμα ονείρου, μόλις χθεσινού: προς το πρωί προφανώς, είδα ότι έπρεπε να ταξιδέψω στην Αμερική μαζί με τον Θ. Μαζί μας κι άλλοι Έλληνες, τρέχαμε στους δαιδαλώδεις χώρους του αεροδρομίου, για να προφτάσουμε να είμαστε εμείς πρώτοι στο ασανσέρ ή για να μην χάσουμε το αεροπλάνο. Δεν είμαι σίγουρη. Κάποια στιγμή μας γίνεται πολύ αυστηρός σωματικός έλεγχος κατά τον οποίο μιά κοπέλα με βάζει να κάτσω με λυγισμένα τα πόδια μου (κάπως έτσι για να σας δώσω μιά εικόνα) και τοποθετεί πάνω από το κεφάλι μου έναν μεγάλο ασημένιο κώνο με φως. Με πιάνουν τα γέλια κι αμέσως έχω το αίσθημα της ενοχής: θα νομίζει εκείνη ότι κάτι θέλω να κρύψω; Κάνω ένα από τα συνηθισμένα μου σε αυτές τις περιπτώσεις αστειάκια για να δείξω ότι είμαι χαλαρή. Εκείνη με καθησυχάζει, η αντίδραση μου είναι συνηθισμένη. Σημειώνει όμως καθώς κοιτάζω μέσα στο διαβατήριό μου (πιό μακρόστενο σε σχέση με το κανονικό) ότι πηγαίνω στην Αμερική "ζηλευόμενη" -ότι κι αν σημαίνει αυτό. Ανησυχώ και την ρωτώ μήπως με την παρατήρηση που μου γράφει θα έχω πρόβλημα από το εκεί αεροδρόμιο να ταξιδέψω πίσω. Με καθησυχάζει ξανά. Γυρνάω το κεφάλι μου στο χώρο που βρίσκομαι: μιά μακριά όχι όμως μεγάλη αίθουσα με γραφεία και υπαλλήλους. Ο καθένας εξετάζει έναν ταξιδιώτη. Κοιτάζω τον Θ. με αγωνία γιατί εν τω μεταξύ διαπιστώνω ότι μου έχει δώσει να κρατάω το πορτοφόλι του. Θυμώνω μαζί του που μου το έδωσε γιατί θα βρούμε κανέναν μπελά. Κουνάει το κεφάλι καθώς του το δείχνω αλλά δεν έρχεται να το πάρει. Περνώντας τον έλεγχο συναντώ μιά κοπέλα. Την ξέρω στην αληθινή ζωή αλλά έχω να την δω χρόνια. Έχει μιά μεγάλη τσάντα με λουρί που περιέχει τυπωμένα δοκίμια και στο δικό της διαβατήριο έχει σημειωθεί ότι "ταξιδεύει με έξι αντίγραφα" τα οποία της επιτρέπουν να πάρει μαζί της στο αεροπλάνο. Αναρωτιέμαι για λίγο τι κείμενα να είναι, ίσως βιβλία προς δημοσίευση στην Αμερική καταλήγω. Αμέσως μετά βρίσκομαι (ίσως καθισμένη στο αεροσκάφος;;) με το πρόσωπό μου κυριολεκτικά χωμένο μέσα σε ένα βιβλίο. Δεν βλέπω τον τίτλο αλλά ξέρω ότι είναι βιβλίο που αφορά την Αμερικανική ιστορία. Βλέπω πολύ καθαρά από πολύ κοντά το εξώφυλλό του, αλλά δεν έχω συνολική έποψη. Σαν την εικόνα που έχουμε στον υπολογιστή όταν ανοίγει μιά εικόνα πολύ μεγαλύτερη από τις διαστάσεις της οθόνης. Έτσι κι εγώ περιεργάζομαι το εξώφυλλο βαθμηδόν, θυμάμαι να βλέπω μεγάλα καταπράσινα φύλλα (καμπυλωμένα, σαν αυτά του Morris ή του Blossfledt) σε έντονα γαλάζιο βάθος. Συγχρόνως διαβάζω αργά-αργά, συλλαβιστά την πρώτη παράγραφο του βιβλίου -ακούω στο κεφάλι μου την φωνή μου. Λίγο πριν ξυπνήσω από το ξυπνητήρι προλαβαίνω με αγωνία να συγκρατήσω την τελευταία φράση In the curly leaves of corn are hidden hanged black children.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Για τα μάτια σου μόνο


Παρασκευή πρωί, προσπερνούσα γιά άλλη μιά φορά τους έξι φρουρούς του Σημίτη. Tρεις και τρεις στα δύο πεζοδρόμια της Aναγνωστοπούλου, κάθε φορά αλλάζω πορεία, γιατί κοζάρουν με το ύφος του γκομενιάρη λεβεντομαλάκα και είναι και πρωί, πριν τον καφέ. Δεν εμπνέουν κανένα αίσθημα ασφάλειας και στη θέση του Σημίτη μάλλον θα ανησυχούσα.

Όταν τους βλέπω αναρωτιέμαι συχνά για τον προορισμό τους στη ζωή. Πώς είναι να είναι η ζωή σου έτσι απόλυτα κενή, τόσο χωρίς ενδιαφέρον. Tέλος πάντων.

Tο μεσημέρι που πέρασαν τα κλεφτρόνια των Eξαρχείων και κάνανε το σαματά τους, όσο να πεις τρομάξαμε όλοι. Σκέφτηκα τους φρουρούς. Δεν βρήκαν πάλι προορισμό στη ζωή όπως αποδείχτηκε.

Δεν είδα και πολύ καλά τα επεισόδια εν εξελίξει, δεν έχω καλή ορατότητα στο δρόμο. Στην αρχή νόμιζα ότι κάτι ξεφορτώνουν, μετά κατάλαβα. Aυτό που μου έκανε όμως πιό μεγάλη εντύπωση είναι ότι όλη αυτή η φασαρία γινόταν παραδόξως μέσα σε απόλυτη ησυχία. Δεν ακουγόταν κανένας άλλος ήχος, μόνο ο υπόκωφος ήχος των σφυριών σε τζάμια που χτυπιούνται, αλλά δεν καταρρεύουν.

Xωρίς ορατότητα λοιπόν, μπορούσα μόνο να βλέπω τους γείτονές μου και τις αντιδράσεις τους υπό τον τρομοκρατικό ήχο. Σκυμμένοι από τα μπαλκόνια, μιά κοπέλα κοιτάει φοβισμένη από την είσοδο ενός καταστήματος, ως και το κορίτσι με την ανορεξία από το απέναντι μπαλκόνι σέρνεται ως το κάγκελο να δει.

Aπό την Παρασκευή κρατάω αυτόν τον απαίσιο υπόκωφο ήχο, τον ήχο που κάνει αυτός που θέλει να σε τρομάξει, αυτός που σε απειλεί. Kαι μιά θλιβερή σκηνή, βλέποντας το χιλιοπαιγμένο βιντεάκι το βράδυ: ο κουκουλάκος σπάει το παράθυρο ενός αυτοκινήτου και σκύβει μέσα μήπως έχει τίποτα να κλέψει. Ένα άλλο κλεφτρονάκι τον πλησιάζει και κοιτάζει κι αυτό. Tο βλέμμα της προσμονής και ακολούθως της απογοήτευσης. Έλα ρε, πάμε.

Tα κλεφτρόνια της Παρασκευής μου θύμισαν τον Kουφοντίνα και την Σωτηροπούλου, την ιδεολογία της «απαλλοτρίωσης» και τα ρέστα. Eν πολλοίς, αν είχα αυτά που δεν έχω, θα ήμουν κι εγώ ευτυχισμένος σαν και σας. Aφού δεν έχω θα σπάσω τα δικά σας να μην έχετε κι εσείς. Mόλις όμως μπορέσω θα απαλλοτριώσω καμιά τράπεζα να πάρω το διαμερισματάκι-μεσοαστικό όνειρο, ή τη μονοκατοικία στη Γαύδο –όνειρο για λίγους και καλούς- να ξεκουράσω το πνεύμα μου με θέα το απέραντο γαλάζιο.

Mήπως η λύση είναι να χαρίσει το κράτος σε κάθε ένα από τα κλεφτρονάκια των Eξαρχείων ένα τζιπ; Nα επισπευστεί η αλλοίωση, η απαλλοτρίωση και τέλος πάντων η εξαθλίωση;

Όταν βλέπω αυτά τα εξαγριωμένα παιδιά που καταστρέφουν έτσι άνοα τις περιουσίες των άλλων, προσπαθώ ειλικρινά να τα καταλάβω, μα βέβαια δεν μπορώ.
Αναρωτιέμαι πώς να είναι η ζωή τους κατά τα άλλα. Δεν δέχονται ας πούμε κουβέντα απ’τους γονείς τους, σαν τον Πετρόχειλο στο σχετικό κλιπ;
Bαρέθηκαν να ακούνε τον πατέρα τους να τους κοπανάει πόσο κουράστηκε να αποκτήσει το δυάρι στο Γαλάτσι και ότι ήρθε η ώρα να δουλέψουν να κουραστούν κι αυτά;
Aπ’αυτό τρέχουν να ξεφύγουν; Mη τυχόν και χρειαστεί να δουλέψουν; Πώς τα βοηθάει ο δρόμος που έχουν διαλέξει και γιατί καταδέχονται να παίρνουν εντολές από άλλους;

Ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι;

Η Παρασκευή κατέρρευσε σε λίγη ώρα, μαζί με τα τζάμια που άρχισαν να πέφτουν από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες των μαγαζιών. Ο ήχος των σπασμένων τζαμιών επιτέλους.
Σε λίγο ήρθαν κι οι τζαμάδες κι όλα καλά.

Παρεμπιπτόντως, είναι σαφές ότι η στάση της αστυνομίας προδίδει ότι ζούμε ένα προδιαγεγραμμένο σενάριο: ανεχόμαστε ως την στιγμή που δεν θα ανεχόμαστε άλλο και τότε θα φωνάξουμε "βοήθεια, συλλάβετέ τους, κάντε Ο,ΤΙ χρειάζεται για να προστατευτούμε...

Άκυρη λοιπόν η βόλτα στο κέντρο της Αθήνας μεσημέρι Παρασκευής. Ποιός έχει όρεξη...

Νοσταλγώ το αίσθημα ασφάλειας στο Λονδίνο, που είδαμε στο κέντρο του μόλις 4-5 επαίτες, τόσο αξιοπρεπείς που ήταν αληθινά συγκινητικοί. Και φυσικά κανένα πρεζάκι.

Μισό ευρώ αν έχεις φιλαράκι. Και μού'ρχεται να ουρλιάξω έτσι άσπλαχνα και απροκάλυπτα, έτσι απάνθρωπα:

Όχι ρε φιλαράκι, δεν έχω. Το χρειάζομαι για να πάρω τη δική μου δόση, για να ανεχτώ όλα αυτά.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Αύριο θα διαδεχτώ τον εαυτό μου

Διασχίσαμε τα Midlands με κρατημένη την ανάσα προσπερνώντας φασιανούς και αγριοκούνελα.
Το υποβρύχιό μας αναδύθηκε στον Trent. Πήραμε βαθιά ανάσα υπό το βλέμμα ενός χοντρού γκρίζου σκίουρου, πραγματικώς καιροσκόπου.

Κολύμπησα τα τελευταία 50 μέτρα μόνη μου -όπως έπρεπε να κάνω.
Όλα πήγαν καλά ευτυχώς. Έριξα τη βόμβα μου χωρίς να τραυματιστώ.

Το Λονδίνο ήταν 7 μέρες θαυμάσιο. Στα σοβαρά όμως. Στ'αλήθεια.

Στην αποβάθρα του Μετρό ο Mr Grumpy (κι από δίπλα η Miss Sunshine δεν βάζει γλώσσα μέσα!)



(κι εδώ πώς η τέχνη αντιγράφει τη ζωή)

Στο Βρετανικό Μουσείο είδαμε γνωστούς σαν τον Idrimi και την Puabi, αλλά μείναμε με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε ένα άγαλμα από τα νησιά του Πάσχα.
Παρεμπιπτόντως, είμαι κατά της Επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Το Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2008 είδα το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα της ζωής μου.


Ανήμερα των γενεθλίων μου, συνάντησα μιά μυθιστορηματική ύπαρξη. Ένα κορίτσι τόσο Λονδίνο, που νομίζω ότι όταν την αποχαιρέτησα επέστρεψε μέσα στη μεγάλη ασημένια οθόνη του σινεμά, όπως στο Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου.

Έχει πολύ ενδιαφέρον να κατουράς μέσα σε ένα μαγικό αυγό με υπόκρουση κελάιδημα πουλιών και βέλασμα προβάτων.


Καθίσαμε στο Gamble Room του V&A εν μέσω βοής και φασαρίας, όμως το πιάνο ακουγόταν καθαρά κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα ευγνωμοσύνη κι ευτυχία.


Η σκάλα του Courtauld, ο Άγιος Μαρτίνος των Αγρών, τα ψεύτικα παπαρουνοστέφανα στα πόδια ενός μνημείου στο Mall, οι χρυσές ακροβάτισσες πάνω απ'την Piccadilly.


Μόνη απογοήτευση η Tate Modern. Πιό πολύ μ'άρεσε η έκθεση των αποφοίτων των ΑΣΚΤ στο Μετρό πριν λίγες μέρες.

En fin, όταν γυρίσαμε στο σπίτι μας μας περίμεναν παρηγορητικά ανθισμένα ζουμπούλια. Κάτι είναι κι αυτό...



Από τότε που γυρίσαμε, τρώω κάθε μέρα μπεζέδες και σκέφτομαι συνέχεια ένα ντοκυμαντέρ που είδα στο Σκάϊ, εδώ και κανένα μήνα. Ο υποτίθεται φυσιοδίφης παρουσιαστής μπαίνει σε μιά σπηλιά και βγάζει δια της βίας έξω τον υποτίθεται πιό χοντρό κροκόδειλο του κόσμου. Του καλύπτουν τα μάτια κι ο υποτίθεται άνθρωπος ανεβαίνει πάνω του και τον καβαλάει.
Η εικόνα αυτή του κροκόδειλου επανέρχεται συνέχεια στο μυαλό μου. Δεν μπορώ να σταματήσω να τον σκέφτομαι. Θέλω να είχε δαγκώσει τον αναβάτη του. Θέλω να μην τον είχε ενοχλήσει κανείς.