Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

pas davantage des souvenirs



"Αχρείαστη αλλά ηδονική νοσταλγία μπροστά απ’ τα πίξελ των παλιών λουλουδιών, εκνευριστικά αλλά ασυγκράτητα δάκρυα, εκεί, στην άκρη της νοητής, ξεχασμένης λίμνης"


 



 



PAS DAVANTAGE
DE SOUVENIRS QU'A L'AGE
D'AVRIL UN JOUR
D'UN JOUR

όχι άλλες αναμνήσεις
παρά απ'την εποχή
του απρίλη μιά μέρα
μιάς μέρας

Samuel Beckett
Mirlittonades





 



 












Όταν δεν έχω κέφι να γράψω, διαβάζω και ξαναδιαβάζω.

Μερικές φορές δεν ξέρω τι ψάχνω, αλλά πάντα βρίσκω. 







Υ.Γ. Η υπόσχεση είναι υπόσχεση, ώστε σας παραπέμπω στην απάντηση της ιδιοκτήτριας της επιχείρησης στα σχόλια του προηγούμενου ποστ.


Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Παντοπωλείον "η Ειλικρίνεια"

Του Αστεροειδή, για το καινούργιο ιστολόγιο ουκ εν τω πολλώ το ευ

Η προϊστορία

Διαβάζω για το καφέ-μεζεδοπωλείο «Ακροβάτης» στο Μεταξουργείο σε μια free-press, νομίζω στην Metropolis. Το άρθρο στην εφημερίδα διαφημίζει με πολύ καλά λόγια το μαγαζί και δημοσιεύει μια φωτογραφία από το εσωτερικό του. Το ενδιαφέρον με το εν λόγω κατάστημα είναι το γεγονός ότι (κατά την εφημερίδα και τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης) εκεί γυρίστηκε η θρυλική ταινία «Της Κακομοίρας» με τον Κώστα Χατζηχρήστο. Το μαγαζί υποτίθεται ότι έχει σεβαστεί την αρχική κατασκευή του χώρου διατηρώντας το χρώμα της εποχής. Αυτές τις ίδιες πληροφορίες διαβάζουμε και σε άλλα έντυπα, ώστε, δεδομένου ότι η ταινία είναι πολύ αγαπημένη μας, μπαίνουμε στον πειρασμό να επισκεφτούμε το κατάστημα.

Ζ7


Η ιστορία

Παρασκευή μεσημέρι, μετά την δουλειά, δηλαδή κατά τις 5, μπαφιασμένοι μεν, κεφάτοι δε, ξεκινάμε από το Μοναστηράκι για τον «Ακροβάτη» πεζή. Η βόλτα έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς περνάμε από δρόμους που ομολογουμένως δεν θυμάμαι να έχω περπατήσει, η μέρα είναι ηλιόλουστη, έρχεται Σαββατοκύριακο, όλα καλά. Δεδομένης της διαφήμισης στο χώρο ανησυχώ μήπως δεν βρούμε να κάτσουμε. Φτάνοντας στο μαγαζί ο φόβος μου διαψεύδεται πλήρως. Με εξαίρεση ένα τραπέζι με τρία άτομα που πίνουν καφέ, είμαστε οι μόνοι άλλοι πελάτες.

Το μαγαζί είναι γωνιακό, με πολύ ψηλά ανοίγματα θυρών, δίχωρο, ψηλοτάβανο. Εξωτερικά και εσωτερικά έχουν αφαιρεθεί οι σοβάδες και διακρίνεται η αρχική τοιχοποιία. Διακρίνεται τμήμα της αρχικής ψευδοροφής και ατυχείς συμπληρώσεις της με κόντρα-πλακέ. Τα τραπεζάκια πολύ μικρά, καφενείου, ψάθινες καρέκλες. Η διακόσμηση του μαγαζιού άκρως απογοητευτική. Ένα μεγάλο mobile με χρωματιστά ελάσματα (σχέδια τύπου Μιρό) κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας, μια μικρή παλιά φωτογραφία του μαγαζιού σε ένα κάδρο, καδραρισμένες μεγάλες καταχωρήσεις των εφημερίδων που αναφέρουν το μαγαζί (!!!). Στο βάθος κοντά στο ταμείο ένας μεγάλος πίνακας με έναν ακροβάτη κι ένα παλιό ψυγείο, τύπου ΕΒΓΑ δεκαετίας 1970.

Απογοητευόμαστε γιατί περιμέναμε να παρουσιάζεται με κάποιο τρόπο η ισχυριζόμενη ομοιότητα με την ταινία, που είναι προφανώς το ατού του μαγαζιού. Αν όχι να ξαναστηθεί το μπακάλικο του κυρ-Παντελή «η Ειλικρίνεια», τουλάχιστον να στολιστεί το μαγαζί με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από σκηνές του έργου.

Θα φάμε. Ο κατάλογος πλην του μενού περιλαμβάνει μια τελευταία σελίδα στην οποία οι ιδιοκτήτες επιβεβαιώνουν (κρατήστε το αυτό) το γεγονός ότι εδώ μέσα γυρίστηκε ο λεγόμενος «Μπακαλόγατος», αλλά οι ίδιοι έχουν ένα άλλο καλλιτεχνικό όραμα και προφανώς έτσι κάπως δικαιολογείται η απόσταση από την ταινία. Απολύτως σεβαστό, μόνο που δεν διακρίνεται κάποια άλλη ολοκληρωμένη διακοσμητική πρόταση -ελλείψει χρημάτων ίσως.

Ζ1



Μια παρένθεση

Φάγαμε συμπαθητικά, μάλλον ακριβά, μικρές μερίδες, μεζεδάκια (όχι μαγειρεμένα εκείνη την ώρα, αλλά ζεσταμένα στον φούρνο μικροκυμάτων) και πήραμε και καφέ. Το σέρβις ήταν, μμμ, πώς να το πω κομψά, όχι επαρκές, όχι φιλικό. Νιώθαμε σαν να ενοχλούμε κάθε φορά που προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε με τον σερβιτόρο και, θυμηθείτε, ήμασταν μόνοι! Θυμήθηκα έναν φίλο και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην επιχείρησή του με τους αγενείς σερβιτόρους. Όχι, δεν αντιμετωπίσαμε αγένεια, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αισθανθήκαμε φιλοξενία.

Την εμπειρία μας από την εξυπηρέτηση στο κατάστημα την καταγράφω εδώ χωριστά ως «παρένθεση» γιατί επ’αυτού μπορεί κανείς πολλά να ισχυριστεί για να μας αντικρούσει, π.χ. ότι εμείς είμαστε οι απαιτητικοί και όχι το κατάστημα αφιλόξενο, και εν τέλει αυτό δεν έχει σχέση με την ιστορία που θέλω να πω.

Ζ3


Ο μύθος και η έρευνα

Όντας ήδη μέσα στο κατάστημα το περιεργαστήκαμε πολύ προσεκτικά προσπαθώντας να διακρίνουμε πώς είχε διαμορφωθεί για το γύρισμα της ταινίας, πού θα μπορούσε να είναι η πόρτα, πού ο πάγκος, πού «Αι Γενικαί Αποθήκαι», κλπ. Δεν βρίσκαμε καμιά ομοιότητα, αλλά το αποδώσαμε στις αλλαγές που ασφαλώς έχει υποστεί ο χώρος. Γυρνώντας στο σπίτι σχολιάζαμε την συμπεριφορά του σερβιτόρου σε ένα άδειο κατάστημα στις μέρες που διανύουμε και προσπαθούσαμε να λύσουμε το μυστήριο του καφενείου του κυρ-Παντελή.

Το βράδυ αρχίζουμε να ψάχνουμε την υπόθεση στο ίντερνετ. Βρίσκουμε βεβαίως-βεβαίως τα διαφημιστικά δημοσιεύματα στις free-press καθώς και θετικές εν γένει κριτικές (όπως αυτές εδώ). Το σημαντικότερο στοιχείο έρχεται από ένα πολύ καλό άρθρο στην on-line Espresso(πιστέψτε το), εδώ, όπου αναφέρεται ότι οι ιδιοκτήτες δεν γνώριζαν την σχέση του καταστήματος με την ταινία, αλλά τέσσερις μέρες πριν ανοίξουν πήραν την κρίσιμη πληροφορία για την ταύτιση «όταν ένας δημοτικός σύμβουλος της περιοχής τους ενημέρωσε».

Η ασαφής πηγή βεβαίως μας οδήγησε να ξαναδούμε την ταινία οι ίδιοι προσπαθώντας να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει και εν τέλει καταλήξαμε στο εξής.

Ο χώρος του κινηματογραφικού καφενείου «η ειλικρίνεια» δεν έχει καμία αρχιτεκτονική σχέση με το καφενείο/τσιπουράδικο/μεζεδοπωλείο «Ακροβάτης». Το καφενείο της ταινίας δεν έχει το ασπρόμαυρο δάπεδο του "Ακροβάτη", δεν είναι γωνιακό, δεν είναι τόσο ψηλοτάβανο, έχει μόνον μία διακρινόμενη θύρα προς τον δρόμο, καθόλου ψηλή όπως είναι οι πόρτες του «Ακροβάτη», δημιουργεί μάλιστα εξωτερικά μια εσοχή με παράθυρο (εκεί που κάθεται ο γατομούστακος και η γυναίκα του για ουζάκι) που δεν υπάρχει στο κτήριο. Για να μην μακρηγορώ, κανένα απολύτως στοιχείο δεν ταιριάζει και επιπλέον υπάρχει ένα πολύ καθοριστικό, ενάντιο στην ταύτιση, στοιχείο: στους τίτλους της ταινίας αναφέρεται ότι η ταινία «γυρίστηκε στα στούντιο της Φίνος Φιλμ». Πιθανόν κάποια από τα εξωτερικά γυρίσματα (ο Ζήκος στο μπιλιαρδάδικο, το σπίτι της Λίτσας) να έχουν γίνει στην περιοχή, αλλά είναι σαφές ότι ο καφενές του κυρ-Παντελή είναι στημένος σε στούντιο.

Ζ5


Η διαχείριση του μύθου

Προσωπικά δεν βλέπω κανένα απολύτως στοιχείο ομοιότητας ανάμεσα στον «Ακροβάτη» και το καφενείο (ω, ο τίτλος του) «η Ειλικρίνεια», όπου εργαζόταν ο θρυλικός Ζήκος. Επομένως, ο ισχυρισμός των ιδιοκτητών μένει να αποδειχτεί με περισσότερα στοιχεία από έναν περαστικό δημοτικό σύμβουλο, κατά την ταπεινή μου άποψη. Μέχρι τότε, αν με ρωτάτε, προκειμένου να μην αισθάνεται ο πελάτης του καταστήματος εξαπατημένος (όπως εμείς) νομίζω ότι το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν (δεδομένου ότι το φαγητό και το σέρβις και δεν είναι το δυνατότερο σημείο τους) είναι να ξαναστήσουν στο μαγαζί τους ως σκηνικό περιβάλλον το καφενείο του κυρ-Παντελή, το παντοπωλείον «η Ειλικρίνεια».

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Διαδρομές


"Για τον τρελλό Αχαάβ, ο Μόμπι-Ντικ προσωποποιούσε ολοφάνερα καθετί που τρελαίνει και βασανίζει τον άνθρωπο στο έπακρο, καθετί που βγάζει τα πράγματα από την ησυχία τους, κάθε κακόβουλη αλήθεια, καθετί που κλονίζει το σθένος και σβωλιάζει το μυαλό, κάθε σκοτεινή δαιμονοπιστία της ζωής και του νου, κάθε κακό, κακό που μπορούσε κανείς να το πολεμήσει στην πράξη στο πρόσωπο του Μόμπι-Ντικ. Πάνω στην άσπρη καμπούρα τούτης της φάλαινας σώριασε όση λύσσα και μίσος είχε νιώσει ολόκληρη η φυλή του, από τον Αδάμ και μετά. Και ύστερα, λες και το στήθος του ήταν ολμοβόλο, πυροδότησε την εξαγριωμένη του καρδιά σα βόμβα καταπάνω της."

Herman Melville, Μόμπι-Ντικ ή η Φάλαινα, μτφ. Α.Κ. Χριστοδούλου

Περπατώντας με βήμα γοργό την Πατριάρχου Ιωακείμ, αισθάνομαι κάπως σαν τον Μόμπι-Ντικ. Υπέρβαρη και ασθμαίνουσα, σκέφτομαι ότι το πιό φυσικό πράγμα στον κόσμο θα ήταν να βρεθώ με ένα καμάκι χωμένο βαθιά στην πλάτη μου.


Μου ζητούν να πω μιά ιστορία, να θυμηθώ τι έγινε το φθινόπωρο του 1993.
Μπερδεύομαι, μπλέκομαι, δεν ξέρω καν αν είναι 1993 ή 1994. Η δική μου μνήμη, χρόνια εκπαιδευμένη να απωθεί αποτελεσματικά, χρόνια εκπαιδευμένη να ξεχνάει, μπερδεύεται όταν της δίνω εντολή να υπερβεί τη βασική της εκπαίδευση. Πώς να κάνω τον σκύλο- φύλακα, σκύλο του καναπέ;
Συνεπώς, άκρως συνεπώς, προδομένη από τις συμβατικές αναμνήσεις, από την αφηγηματική ροή που αδυνατώ να αποκαταστήσω, αναγκάζομαι να ανατρέξω στις συναισθηματικές καταγραφές: σε εικόνες και ήχους που δεν θυμάται πιά κανείς, σε αισθήματα που προκάλεσαν φαινομενικά τυχαίες κινήσεις, ασήμαντα περιστατικά που έλαβαν μεγάλες διαστάσεις μόνο μέσα στο δικό μου μυαλό, φωτογραφίες που τράβηξαν τα μάτια μου που δεν ξέρω ποιός θα ήθελε να δει.


Προχτές έστειλα δυό ευχαριστήριες κάρτες σε ανθρώπους που δεν τις περιμένουν, γιατί αυτό που έκαναν θεωρείται υποχρέωση ή δουλειά τους, κι απολαμβάνω να φαντάζομαι την ώρα που θα ανοίξουν τον φάκελο. Νομίζω ότι όσο σοβαροί κι αν είναι, θα χαμογελάσουν έστω αδιόρατα.


BONUS TRACK
Σημαντική ανακάλυψη: το θαυμάσιο ιστολόγιο-καταγραφή Η Ελλάδα στον Κινηματογράφο.



Η σημερινή ανάρτηση εικονογραφείται με δύο έργα του Grant Wood, το απολύτως εμβληματικό American Gothic και το Death on Ridge Road. Το δικό μου αγαπημένο του είναι ωστόσο το The Midnight Run of Paul Revere, για το οποίο είχα γράψει αναλυτικότερα πολύ παλιά, εδώ. Με εντυπωσιάζει πολύ το γεγονός ότι το έργο του Wood, τόσο πολύ γνήσια Αμερικανικό, διατρέχεται από την επίδραση του Van Eyck και γι'αυτό διάλεξα να βάλω μαζί στο ίδιο ποστ τον μαθητή και τον δάσκαλο που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Μαζί με το Ζεύγος των Αρνολφίνι δημοσιεύω μιά λεπτομέρεια του έργου που αγαπώ: τον καθρέφτη στο βάθος της σκηνής που αντικατοπτρίζει όχι μόνον το πίσω μέρος των μορφών αλλά και εμάς τους θεατές που γινόμαστε αναπόφευκτα μάρτυρες της σκηνής, μάρτυρες του γάμου, ενδυόμενοι ταυτόχρονα το ρόλο του ζωγράφου κοιτάζοντας με τα μάτια του.

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Εδώ ο κόσμος καίγεται

Εδώ ο κόσμος καίγεται.

Καίγεται χωρίς αιδώ και χωρίς τύψη, καίγεται με κέφι και απαράμιλλο μπρίο, καίγεται οργανωμένα, με συνεργασία και πνεύμα αδελφικό, με παλμό αγωνιστικό, με μίσος απύθμενο. Καίγεται με μολότωφ και ακριβή βενζίνη στο όνομα της αντι-εξουσιαστικής πάλης, στο όνομα της καθαγιασμένης οργής.


Έχει καιρό που καίγεται ο κόσμος, έχει καιρό που πεθαίνουν εδώ γύρω μας άνθρωποι που η ζωή τους αξιολογήθηκε χαμηλότερα από τα κίνητρα των εκτελεστών της. Και οι αντιδράσεις όλων μας παρακολουθούν πιστά αυτή την αξιολόγηση.
Σταχυολογώ από μνήμης. Ο Αξαρλιάν: παράπλευρη απώλεια σε έναν πόλεμο που κήρυξε ένα τσούρμο «αντιεξουσιαστών» και σιγοντάρισαν πολλοί περισσότεροι. Ήταν άτυχος. = Λυπάμαι, θυμώνω. Ο εφοπλιστής Βερνίκος: καλά να πάθει, ήταν κεφαλαιούχος, μπράβο στους επαναστάτες που χτυπούν το κεφάλαιο. = Δεν λυπάμαι, δεν θυμώνω. Νεαροί αστυνομικοί γαζώνονται στην είσοδο ενός τμήματος: καλά να πάθουν, κανείς δεν επιτρέπεται να συμπονά τους αστυνομικούς, άλλωστε είναι δουλειά τους να τρώνε σφαίρες. = Δεν λυπάμαι, δεν θυμώνω. Ο Αλέξανδρος δολοφονημένος από σφαίρα αστυνομικού. = Λυπάμαι πολύ, θυμώνω πολύ. Ο ασήμαντος Χαμιντουλάν, στο λάθος τόπο, την λάθος ώρα, παράπλευρη απώλεια κι αυτός. = Λυπάμαι (λίγο), δεν θυμώνω καθόλου.

Έτσι και τώρα. Βρέθηκαν άνθρωποι που έκριναν την αξία της ζωής της Αγγελικής, της Βιβής και του Νώντα. Δεν είχαν δικαίωμα να μην κάνουν απεργία, κακό του κεφαλιού τους, στο πρόσωπό τους έπρεπε να καεί συμβολικά το τραπεζικό μας σύστημα. Δεν φταίνε οι «αντι-εξουσιαστές» που έβαλαν τη φωτιά, ήταν αναμενόμενο ότι θα γινόταν εκεί επίθεση, είναι εδώ και χρόνια καθιερωμένες οι μολότωφ και οι καταστροφές, απαραίτητο αξεσουάρ μιάς επιτυχημένης πορείας.

Εγώ τον θάνατο αυτών των ανθρώπων έβλεπα εδώ και καιρό κάποιοι να τον απαιτούν. Ήταν άραγε μόνο δική μου εντύπωση; Εδώ και μέρες ήταν σαφές ότι θα καταλήγαμε σε αυτό το ζητούμενο. Κι εξακολουθώ να αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι συνεχίζουν να απαιτούν κι άλλους θανάτους, κι άλλο αίμα.
Εκεί έξω, γύρω και μέσα μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, αξιολογούμε πιά σαφώς την ανθρώπινη ζωή. Οι αστυνομικοί μπορούν να πεθάνουν, πρέπει, δεν θα τους λυπηθούμε, το ίδιο και οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι εύποροι επιχειρηματίες. Αυτοί μπορούν να πεθάνουν, πρέπει. Κι όσοι δεν συμφωνούν; ε, να πεθάνουν κι αυτοί.


Θυμώνω κι εγώ. Θυμώνω με όσους είναι θυμωμένοι, με όσους διαμαρτύρονται και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ως αθώα θύματα των πολιτικών ταγών αυτής της χώρας. Δεν τους ανέχομαι γιατί βλέπω σαφώς την δική τους προσωπική, ατομική ενοχή. Δεν πιστεύω ότι είναι ένοχοι μόνο οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι ή οι κεφαλαιούχοι, έτσι συλλήβδην. Ένοχοι είναι οι περισσότεροι Έλληνες που υιοθέτησαν έναν τρόπο ζωής που απείχε από τις πραγματικές οικονομικές τους δυνατότητες, που εξαπάτησαν και εκμεταλλεύτηκαν το κράτος με όλους τους τρόπους -φοροδιαφεύγοντας, παίρνοντας μίζες, προμήθειες και υψηλές θέσεις, απέχοντας από την εργασία τους ή αμειβόμενοι υπερβολικά σε σχέση με την προσφορά τους.
Ένοχοι είναι όλοι όσοι επέλεξαν να θέσουν στην ζωή τους υπέρτατη αξία το χρήμα. Και στο όνομα της αξίας αυτής ως φαίνεται ορισμένοι είναι και διατεθειμένοι να σκοτώσουν.


Θυμώνω, αλλά επιλέγω να προσπαθήσω να μην διοχετεύσω τον θυμό μου σε κανέναν. Δεν έχει και νόημα, είναι τόσοι πολλοί. Είναι συνάδελφοι, γνωστοί, συγγενείς και φίλοι. Δεν θα τους δείξω τον θυμό μου, θα τον καταπιώ. Εκείνοι συνεχίζουν να μου στέλνουν μηνύματα στο κινητό και στο mail, να γράφουν στα blog τους, να ουρλιάζουν στα τηλέφωνα, να ωρύονται κατά πρόσωπο. Συνεχίζουν να με προκαλούν. Βλέπω το στόμα τους να αφρίζει, τα μάτια τους να αστράφτουν, το θυμό τους να γίνεται μίσος.
Τους προκαλώ φαίνεται κι εγώ γιατί δηλώνω ότι δεν θα φοβηθώ. Ότι μπορώ να ζήσω με λιγότερα χρήματα, θα προσπαθήσω να ζήσω με λιγότερα χρήματα, έχω ζήσει με λίγα χρήματα, ζω με λίγα χρήματα, τα χρήματα δεν είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή, η ζωή είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή.


Θα κλειστώ στο σπίτι μου λοιπόν και θα περιμένω να έρθουν να με κάψουν οι φίλοι μου και οι συγγενείς μου, οι γνωστοί μου. Γιατί έχω διαφορετική άποψη από αυτούς, γιατί δεν κατέβηκα στην πορεία, γιατί δεν έχω πιστωτικές και δάνεια, γιατί δεν έχω τζιπ, γιατί δεν έγλυψα, δεν φίλησα κατουρημένες ποδιές στη δουλειά μου, γιατί έμαθα να μην εξαρτώ την ευτυχία μου από το χρήμα, για ένα σωρό άλλους λόγους που τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ κι ούτε έχει νόημα να παραθέσω.
Θα περιμένω. Αν δεν μπορούν να με αντέξουν ας με εξοντώσουν. Κι ο οργισμένος ας σκοτώσει τον κουρασμένο. Δεν θα φοβηθώ.



Αν και προσπάθησα πολύ, το κείμενο αυτό γράφτηκε υπό το καθεστώς μιάς βαθιάς θλίψης που δεν μπόρεσα τελικά να διαχειριστώ. Ελπίζω να βγάζει κάποιο νόημα αν μη τι άλλο για όποιον είχε το κουράγιο να φτάσει ως το τέλος.