Μίλτος Σαχτούρης, Τα Φάσματα ή Η Χαρά στον Άλλο Δρόμο (1958)
Το τέλος του 2010 σηματοδοτεί το οριστικό και αμετάκλητο τέλος ενός δεκαετούς κύκλου στη ζωή μου. Με την είσοδο του 2011 θα αρχίσει ένας νέος κύκλος που καθόλου δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί, πόσο θα διαρκέσει ή αν τα πράγματα θα είναι χειρότερα ή καλύτερα. Θα είναι σίγουρα πολύ διαφορετικά και στην αρχή πολύ καινούργια και πολύ αγχωτικά.
Έτσι όπως στέκομαι τώρα σ'αυτό το κατώφλι και ετοιμάζομαι να κλείσω την πόρτα πίσω μου, αισθάνομαι την ανάγκη να σας πω κάτι. Αισθάνομαι την ανάγκη, ειλικρινά, να ευχαριστήσω προσωπικά όλους εσάς που περάσατε ποτέ από εδώ μέσα, σταθήκατε και κάνατε τον κόπο να μου αφήσετε έναν λόγο.
Το ιστολόγιο αυτό ήταν σε πολλές περιπτώσεις όλα αυτά τα χρόνια το αποκούμπι μου, ήταν η φωνή μου όταν ήθελα να ουρλιάξω και δεν μπορούσα.
Η δική σας φωνή στα σχόλια υπήρξε όλες αυτές τις φορές πολύ σπουδαία για μένα. Ήταν η παρηγοριά μου ότι όλοι οι άνθρωποι εκεί έξω δεν είναι χυδαίοι, ανέντιμοι, υποκριτές ή απλώς σκληροί. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που είναι ευαίσθητοι, διακριτικοί, ευγενικοί, ευφυείς και με χιούμορ. Ευτυχώς.
Ο Θ. μου λέει συχνά ότι αν είχε ιστολόγιο δεν θα άφηνε ανοικτά τα σχόλια. Εγώ δεν μπορώ να διανοηθώ να μην έχω αυτή τη δυνατότητα να ακούσω τί σκέφτεστε, αν σας άγγιξε κάτι που σας έδειξα ή κάτι που έγραψα, δεν θα μπορούσα να μιλάω μόνη μου, ήθελα να ακούω κι εσείς τι έχετε να πείτε.
Πολλές φορές είχα ανάγκη να ακούσω τι έχετε να πείτε.
Γι'αυτές τις φορές ειδικά θέλω να σας ευχαριστήσω, όταν βρέθηκα να κάθομαι οκλαδόν στον πάτο του βαρελιού μου, όταν είχα κλείσει το καπάκι της κατσαρόλας μου και εσείς μπήκατε στον κόπο να κοιτάξετε μέσα στην κρυψώνα μου, διαβάσατε προσεκτικά αυτά που έγραφα και μου γράψατε δυό λόγια που εγώ τα αισθάνθηκα σημαντικά και παρήγορα.
Βρήκα αυτή τη φωτογραφία του Άγιου Βασίλη (από εδώ). Υποτίθεται ότι είναι τραβηγμένη το 1895. Δεν έχω ιδέα αν αυτό είναι αλήθεια. Δεν με νοιάζει κιόλας. Με νοιάζει που μόλις την είδα σιγουρεύτηκα, πείστηκα ότι αυτός είναι αλήθεια ο Άγιος Βασίλης. Ο ίδιος. Ο γνωστός.
.
.
.
. Σημασία λοιπόν για μένα έχει τί πιστεύεις εσύ, γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτή θα είναι πάντα η δική σου αλήθεια: αυτό που νομίζεις εσύ, αυτό που νιώθεις εσύ, αυτό που βιώνεις εσύ. Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι.
Ο αγαπητός athensville με κάλεσε για δεύτερη χρονιά να γράψω ένα κείμενο για την Αθήνα. Τον ευχαριστώ κι από εδώ ειλικρινά για τη φιλοξενία και την θαυμάσια εικονογράφηση.
Η Τασσώ Καββαδία έμοιαζε καταπληκτικά σε μιά καθηγήτρια που είχα στο πανεπιστήμιο. Έμοιαζαν εξ όψεως, δυό ωραίες γυναίκες, με παράστημα, καλοντυμένες, μα περιέργως είχαν και το ίδιο ψυχρό βλέμμα ανωτερότητας και σνομπισμού κι επιπλέον ήταν ικανές να ξεστομίσουν με στόμφο λόγια απύθμενης κακίας. Μόνο που αυτό που για την Καββαδία ήταν ένα εξαιρετικό ταλέντο για την αποτελεσματική άσκηση της τέχνης της, για την καθηγήτριά μου παραμένει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα.
Κάθε φορά λοιπόν που την συναντώ (την καθηγήτρια, όχι την Τασσώ), νομίζω ότι θα ανοίξει το στόμα της, θα στρογγυλέψει Κολωνακιώτικα τις λέξεις της για να μου τις πετάξει στα μούτρα κι εγώ θα πρέπει ως άλληΣτεφανίανα σφουγγαρίσω όλο το αναμορφωτήριο (στα γόνατα με σφουγγαρόπανο, όχι με σφουγγαρίστρα).
Σκέφτομαι πάντως ότι μετά την πρόσφατη απώλεια της σπουδαίας ηθοποιού μπορώ:
α. να βλέπω με μεγαλύτερη συμπάθεια την πρώην καθηγήτρια γιατί θα μου θυμίζει την συγχωρεμένη την Καββαδία,
β. να φαντασιώνομαι μιά περίσταση στην οποία η Καββαδία ταπεινώνει μεγαλειωδώς την καθηγήτρια, όπως το κάνει με απαράμιλλο τρόπο στην παρακάτω σκηνή από την "Αμαρτία της Ομορφιάς".
Παρατηρήστε παρακαλώ, πώς ερμηνεύει το ρόλο της αυτή η καταπληκτική ηθοποιός με τις κινήσεις της, το βλέμμα της, την εκφορά και την ένταση του λόγου! Betty Livanou you didn't stand a chance.
Όλο μέσα μου απωθώ την παρόρμηση να κάνω απολογισμό του 2010 κι όλο αυτή επιστρέφει. Είναι που δεν θυμάμαι και καλά, ούτε καν τα πρόσφατα. Είναι που δεν έχει και πολύ νόημα να αραδιάζεις ατυχίες και απογοητεύσεις, τί τους θέλω εγώ τους απολογισμούς;
Απρίλιος. Γράφω ακατάπαυστα - και μετά σκάει ένα ηφαίστειο σχεδόν στα μούτρα μου.
Αύγουστος. Διαπιστώνω πόσο κοντά μπορώ να βρεθώ σε μιά σοβαρή ασθένεια.
Νοέμβριος. Μαθαίνω ότι η καλύτερή μου φίλη μού λέει ψέμματα για να αποφύγει να με συναντήσει.
Καλά, μιλάμε για πολύ κλάψα. Άστο. Πάμε αλλιώς.
Αντί απολογισμού, προτιμώ να αφηγηθώ το Σημαντικότερο Επίτευγμά μου για το 2010, το οποίο θα αποτελέσει και κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας μου με τίτλο
Το τελευταίο σκαλοπάτι
Εγώ που λέτε δεν ήμουν ανέκαθεν τροφαντή. Είχα τα μαγουλάκια μου αλλά χοντρή δεν με έλεγες. Αυτό είναι και καλό, είναι και κακό. Καλό είναι γιατί είχα έντιμο πρότερο βίο, κακό γιατί ενώ έπαιρνα κιλά δεν έβλεπα τον εαυτό μου χοντρό. Τον έβλεπα δηλαδή, είχα μάτια, όταν σφήνωνε το XL επάνω μου εκεί ήμουνα κι έβλεπα, αλλά να, ψυχολογικά τοποθετούσα πάντοτε τον εαυτό μου στους αδύνατους ή έστω στους προσωρινά-μή-αδύνατους (αυτή είναι κατηγορία κυρίες και κύριοι...).
Επιπλέον δεν βοηθούσε το γεγονός ότι ο Θ. (σε αντίθεση με τη μαμά μου) δεν με έκανε ούτε μιά στιγμή να αισθανθώ άσχημα με το σώμα μου (τουναντίον), ούτε το γεγονός ότι όταν κοιμόμουν ονειρευόμουν κι έβλεπα τον εαυτό μου αδύνατο.
Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, πάχαινα, πάχαινα, πάχυνα.
Κι όλο έλεγα μέσα μου ότι ήθελα να αδυνατίσω αλλά πάλι δεν είχα το κουράγιο να πιέσω τον εαυτό μου να το κάνει, γιατί ήξερα ότι αυτό ήθελε κότσια που δεν μπορούσα να διαθέσω προς αυτή την κατεύθυνση.
Βαυκαλιζόμουνα ότι έχω ακόμη περιθώρια κι ελέγχω την κατάσταση κι αστειευόμουν για το τελευταίο σκαλοπάτι, το να σε περνάνε οι άγνωστοι για έγγυο και να μην είσαι.
Μέχρι που βεβαίως την κατέβηκα όλη την σκάλα, το έφτασα κι αυτό το σκαλοπάτι, την έζησα κι αυτή την εμπειρία (εδώ κανονικά ακούγεται ταρατατάν μπουζούκι). Όρθιοι στο τρένο και δίπλα μας ένα ζευγάρι Αλβανοί (καλή τους ώρα οι ευγενέστατοι) να με κοιτάνε, κυρίως η γυναίκα. Κι εγώ (χαζή δεν είμαι) την είδα την ξεφτίλα να έρχεται, την ρούφαγα εις μάτην την κοιλιά. Κι η κοπέλα, όλο αγωνία μη χάσω το παιδί, να σκουντάει τον άντρα της να σηκωθεί, να του λέει κάτι στη γλώσσα τους κι εναγωνίως να ψάχνει το βλέμμα μου για να μου πει να κάτσω. Κι εγώ να αποφεύγω το βλέμμα και να εύχομαι να είχε το τρένο μιά κινηματογραφική καταπακτή στο πάτωμα, να ανοίξει, να πέσω, να με πατήσει κιόλας από πάνω να τελειώνουμε. Το τέλος της ιστορίας μας είναι γλυκόπικρο, όπως γλυκόπικρη είναι κι η ζωή: "σας ευχαριστώ, μην ενοχλείστε, δεν είμαι έγγυος, χοντρή είμαι". Καταραμένη καταπακτή δεν άνοιξες ποτέ.
Αυτό λοιπόν νόμιζα ότι ήταν το τελευταίο σκαλοπάτι, μα πλανήθηκα πλάνην οικτράν.
Λίγους μήνες αργότερα επισκέπτομαι για πρώτη φορά έναν γυναικολόγο. Ας τον πούμε γιατρό Καζαμπούμπου, έτσι τον αποκαλούμε πλέον στο σπίτι μας κι έχουμε τους λόγους μας. Ο γιατρός Καζαμπούμπου λοιπόν μου ρίχνει ένα βλέμμα, χαμογελάει ήρεμος και μου λέει: "πότε με το καλό;"
Εγώ ανυποψίαστη ρωτάω "τι εννοείτε;" "Πότε με το καλό γεννάμε;"
Αυτό, κυρίες και κύριοι, είναι το αληθινά τελευταίο σκαλοπάτι στον εξευτελισμό της παχουλής γυναίκας. Όχι απλώς να σε θεωρήσουν έγγυο, αλλά να σε θεωρήσει έγγυο ένας γυναικολόγος.
Όσο κι αν ο γιατρός αποδείχτηκε εν τέλει μεγάλος σκιτζής, αυτή η συνάντηση υπήρξε καθοριστική. Δεν είχα άλλα περιθώρια για ξεφτιλίκια, ούτε από ευγενικούς απλούς ανθρώπους, ούτε από μορφωμένους Καζαμπούμπου, η κοινωνία μας δεν είναι φτιαγμένη για παχουλούς, τα πρότυπα τα κοινωνικά είναι πλέον διαφορετικά, δεν ζούμε στο 1920 που το τροφαντό το μπούτι ήταν μεγάλο ατού.
Από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισα βίαιτα, δηλαδή βίαιη δίαιτα (ένας όρος όχι δικός μου αλλά του Νανάκου). Μόνη μου, γιατί δεν άντεχα να πάνω να τσιτσιδωθώ για να με ξεφτιλίσει κι ο διαιτολόγος. Δύο εβδομάδες Άτκινς (που δεν αντέχεται) και μετά μετρώντας θερμίδες προσπαθούσα να μένω σε ένα ποσό 1100 θερμίδων την ημέρα. Έτσι έχασα 13 κιλά σε περίπου 3-4 μήνες.
Δεν είμαι ακόμη αδύνατη, είμαι ας πούμε όχι-τόσο-χοντρή κι αυτό είναι, σας βεβαιώ, πολύ σπουδαίο επίτευγμα.
προειδοποίηση: το κείμενο που ακολουθεί είναι μεγάλο και κουραστικό ώστε αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω εκ των προτέρων όσους θα έχουν την υπομονή να φθάσουν ως το τέλος του.
Το Ζήτημα
Προ ολίγων ημερών προβλήθηκε από το κανάλι Extra-3 μιά εκπομπή που παρουσιάζει η Τζούλια Αλεξανδράτου με καλεσμένο (αυτή τη φορά) τον Γιάννη Φλωρινιώτη. Οι δυό τους βρέθηκαν έξω από τον αρχαιολογικό χώρο της Παλαιάς Επιδαύρου και στο πλαίσιο της εκπομπής, έχοντας ως φόντο τις αρχαιότητες, η Τζούλια πήρε συνέντευξη από τον Φλωρινιώτη αναφερόμενη στην καριέρα του τραγουδιστή και ιδιαιτέρως στην εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος όπου ο μέγας Χατζηδάκις αφιέρωσε στον Φλωρινιώτη.
Η Τζούλια απήγγειλε στίχους από τον Ολυμπιακό Ύμνο του Παλαμά και την "Άρνηση" του Σεφέρη και ο Φλωρινιώτης τραγούδησε (όχι κάποιο από τα εύθυμα σουξέ του αλλά) ένα θαυμάσιο τραγούδι "Το Πέρασμά Σου".
Μικρή παρέκβαση - Το Πέρασμά Σου
"Το Πέρασμά σου" είναι ένα ποίημα του Κώστα Βάρναλη από την ποιητική συλλογή "Ποιητικά" του 1956.
Ἄχ! Τόσο λίγο νὰ βαστάξει Τούτ᾿ ἡ γιορτὴ κ᾿ ἡ Πασκαλιά!.. Ἔφυγες κ᾿ ἔχουμε ρημάξει ξανὰ καὶ πάλ᾿ ἡ Πασκαλιὰ γιατ᾿ ἔτσι λίγο νὰ βαστάξει!
Το ποίημα μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός στην Τρίτη Ανθολογία το 1975 και ερμήνευσε τότε ο Κώστας Καράλης. Την ερμηνεία μπορείτε να ακούσετε εδώ.
Πιό πρόσφατα, το 2007, οι Χειμερινοί Κολυμβητές μελοποίησαν ξανά και ερμήνευσαν θαυμάσια το ίδιο ποίημα, που μπορείτε να ακούσετε εδώ.
Στην σημερινή ανάρτηση ενσωματώνω την ερμηνεία του Γιάννη Φλωρινιώτη από την πρόσφατη εκπομπή. Ο Φλωρινιώτης, όπως μαθαίνω από μιά παλιότερη ανάρτηση του Αντώνη Μποσκοΐτη (εδώ) ερμήνευσε το ποίημα μελοποιημένο από τον Γιώργο Γεωργιάδη σε ένα δίσκο του που ονομαζόταν "Ποίηση και Μελωδία" και περιλάμβανε μελοποιημένη ποίηση των Ουράνη, Βάρναλη και Πορφύρα.
Οι Αντιδράσεις των Άλλων
Όλες οι αντιδράσεις που εγώ τουλάχιστον διαπίστωσα μετά την προβολή της εκπομπής μου δείχνουν ότι οι περισσότεροι θύμωσαν και χλεύασαν το προϊόν, θίχτηκαν αισθητικά και θεώρησαν ιδιαιτέρως προκλητική και απαράδεκτη την ανάγνωση ποίησης από την Τζούλια Αλεξανδράτου.
Σημειώνω χαρακτηριστικά την πιό ενδιαφέρουσα ίσως αντίδραση που διάβασα στο Daily Express της Lifo, εδώ, ένα κείμενο με την υπογραφή "The Love Company".
Πριν προχωρήσω στην έκθεση των δικών μου σκέψεων, ας σημειώσω ότι στις πολλαπλές επιλογές του ανωτέρω κειμένου (αν δεν με καταδίκαζε ο συγγραφέας του άκριτα στο 3.) θα πρόσθετα ένα 6. Βλέπω την εκπομπή σαν μιά ευκαιρία να παρατηρήσω τη σχέση που έχουν αναπτύξει οι σύγχρονοι νεοέλληνες με την "ιερότητα" του αρχαίου και του νεώτερου κλασικού πολιτισμού.
Διαφωνώ βλέπεις επί της αρχής: ακόμη κι αν η εκπομπή είχε στόχο να είναι "ένα συνειδητό, ναζιστικού τύπου, γιαούρτωμα της διανόησης" (που αμφιβάλλω για να είμαι ειλικρινής), πιστεύω ότι η μεν κλασική διανόηση δεν επηρρεάζεται πλέον από γιαουρτώματα, η δε σύγχρονη διανόηση δεν πρέπει να βρίσκεται εκτός κριτικής.
Σκέψεις και ερωτήματα - για φαντάσου με ποιά αφορμή...
Είδα λίγο την εκπομπή στην τηλεόραση και είχα ήδη κάποιες σκέψεις που τις ρίχνω όλες άτακτα εδώ. Σε κάθε περίπτωση ας σημειώσω ότι πριν γράψω το κείμενο αυτό φρόντισα να δω αρκετά αποσπάσματα που έχουν ανέβει στο Youtube.
Ι. Τα αρχαία και εμείς - ποιοί εμείς;
Η Αλεξανδράτου και ο Φλωρινιώτης κάνουν την εκπομπή ΕΞΩ από τον αρχαιολογικό χώρο της Παλαιάς (ή Μικρής) Επιδαύρου. Σκέφτομαι ότι κατά πάσα πιθανότητα ούτε καν τόλμησαν να ζητήσουν άδεια κινηματογράφησης εντός του αρχαιολογικού χώρου. Αντ'αυτού κινηματογραφούν και κινούνται (ως έχουν δικαίωμα) έξω από τον χώρο. Δεδομένης της ταπεινής περίφραξης του συγκεκριμένου θεάτρου η εντύπωση που δίνεται στον θεατή ενίοτε είναι ότι βρίσκονται μέσα, άρα ο αποκλεισμός που υφίστανται καταργείται.
Έχει δικαίωμα η Τζούλια Αλεξανδράτου να εισέλθει σε έναν αρχαιολογικό χώρο; Αν ναι, με ποιές προϋποθέσεις; Ποιός είναι αυτός που θα κρίνει και γιατί; Η Τζούλια και ο Φλωρινιώτης είναι κατώτερα όντα επειδή έχουν κάνει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε από άποψη αισθητικής ή ηθικής; Τα αρχαία ανήκουν μόνο σε ανώτερα όντα που έχουν υψηλή αισθητική και ηθική; Ποιό είναι το μέτρο που μετρά το ύψος της αιθητικής (για να μην πιάσω την ηθική);
ΙΙ. Ο χώρος - ποιός χώρος;
Η Τζούλια αναφέρει διαρκώς οτι βρίσκονται στην "Επίδαυρο" και είμαι απολύτως σίγουρη ότι ο περισσότερος κόσμος θα νομίζει στο τέλος ότι ΟΝΤΩΣ βρίσκεται στην Επίδαυρο, δηλαδή στο μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου. Επομένως πολλοί θα θίγονται τελικά από την εκπομπή της Τζούλιας για τον λάθος χώρο - παραδέχομαι ότι η σκέψη αυτή με διασκεδάζει.
Θυμάμαι τη δική μου επίσκεψη στην Παλιά Επίδαυρο. Μου έκανε εντύπωση πόσο πολύ στενά περιβάλλεται από ιδιοκτησίες. Όχι μόνο σπίτια, αλλά και κοτέτσια και στάβλους. Θυμάμαι ότι ήταν καλοκαίρι και η μυρωδιά ήταν αβάσταχτη. Το κτήριο όπου ο Φλωρινιώτης τραγουδά το "Πέρασμα" είναι ένας στάβλος σε άμεση εγγύτητα με τον αρχαιολογικό χώρο. Αναρωτιόμουν τι γίνεται όταν λειτουργεί το θέατρο.
ΙΙΙ. Η πρέπουσα εμφάνιση - ποιά είναι;
Κατά τη διάρκεια της κινηματογράφησης η Τζούλια φορά ένα πολύ λεπτό λευκό φόρεμα. Την βλέπω να κρυώνει αλλά δεν το δείχνει. Το φόρεμα είναι μακρύ, ποδήρες, σαν κακοραμμένο νυφικό, και η εμφάνιση συμπληρώνεται με εντυπωσιακό κρωβύλο και το χαρακτηριστικό της μακιγιάζ. Ο Φλωρινιώτης, γνωστός για τις ενδυματολογικές του ακρότητες, αυτή τη φορά φοράει ένα μαύρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο και γραβάτα. Μοιάζει κι αυτός να κρυώνει, ίσως επειδή έχει συννεφιά.
Κανείς από τους δυό τους δεν έχει ντυθεί όπως συνηθίζει σε τηλεοπτικές του παρουσίες. Και οι δύο προσαρμόζουν την εμφάνισή τους στον χώρο. Ακολουθούν έναν άγραφο κώδικα ενδυματικών επιλογών.
Ποιά είναι η πρέπουσα ενδυματολογική εμφάνιση προκειμένου να επισκεφθεί κανείς έναν αρχαιολογικό χώρο; Ο αρχαιολογικός χώρος είναι σαν τα μοναστήρια που έχουν καθιερωμένο (από ποιόν αλήθεια;) ενδυματολογικό κώδικα; Ποιός είναι αυτός; Ο κανόνας καταλύεται αν ο χώρος λειτουργεί ως θέατρο με σύγχρονες παραστάσεις;
Αν η Τζούλια πόζαρε ημίγυμνη ή με μπικίνι έξω από την μικρή Επίδαυρο θα ξεσηκωνόταν όλη η κοινωνία. Γιατί δεν ξεσηκώνεται όταν οι θερινοί επισκέπτες (διεκδικούν να) εισέρχονται έτσι σε αρχαιολογικούς χώρους; Μήπως γιατί αυτό δεν προβάλλεται από την τηλεόραση; Η τηλεοπτική προβολή είναι το κριτήριο για την επιβολή ενδυματολογικής σεμνότητας; Αν ναι, η Τζούλια νίκησε. Ήταν ενδυματολογικώς σεμνή.
ΙV.
Η πρέπουσα συμπεριφορά - ποιά είναι;
Η Τζούλια διαβάζει ποίηση. Λίγους στίχους Παλαμά και λίγους Σεφέρη. Διαβάζει ρίχνοντας διαρκώς ματιές στο χαρτί της, διαβάζει με στόμφο, κακή εκφορά, διακεκομένα, χωρίς συγκέντρωση, ίσως χωρίς να κατανοεί ακριβώς τι διαβάζει. Προσπαθεί να είναι σοβαρή αλλά έχει και ένα ύφος σαν να είναι έτοιμη να γελάσει, σαν παιδί που κάνει αταξία (όπως σωστά μου επισημαίνει ο @greekgaylolita στο twitter). Ο Φλωρινιώτης επιλέγει να τραγουδήσει μελοποιημένο Βάρναλη. Τί τυχερός, είχε ήδη στην δισκογραφία του το τραγούδι.
Οι επιλογές και των δυό σε σχέση με τον χώρο που βρίσκονται έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν επιλέγουν να αναπαράξουν στίχους κάποιου αρχαίου κειμένου. Γιατί όχι αλήθεια; Δεν θα ταίριαζε Αριστοφάνης στο αρχαίο θέατρο; Δεν θα έδινε ωραίες πικάντικες αφορμές αστειότητας; Προφανώς ναι, αλλά οι ίδιοι επιλέγουν να κινηθούν σε άλλο μονοπάτι, αυτό της της "κλασικής" ποίησης του 20ου αιώνα.
Βρίσκω πολύ έξυπνο αυτό το γεφύρωμα των δύο "κλασικών" πολιτισμών. Ποτέ κανείς δεν αμφισβητεί το κλασικό. Αμφισβητεί όμως την διαχείριση του κλασικού. Ήτοι: αν διαβάζει η Κονιόρδου τον Ολυμπιακό Ύμνο, δεν υπάρχει πρόβλημα, αν τον διαβάζει η Τζούλια υπάρχει.
Οι δύο πρωταγωνιστές δεν φωνάζουν αλλά συζητούν ήρεμα, ωσάν επηρεασμένοι από την υποβλητικότητα του χώρου. Δεν προκαλούν φθορά στο μνημείο, ούτε καν άλλωστε το αγγίζουν. Θα μπορούσε να μην είναι έτσι. Πολλοί επισκέπτες αρχαιολογικών χώρων και μουσείων κανιβαλίζουν με την συμπεριφορά τους τα μνημεία, συχνά ρυπαίνουν, ακόμη και με σωματικές ακαθαρσίες, και δείχνουν επί τούτου ποικιλοτρόπως την "ασέβειά" τους.
Αυτή η "ασέβεια" αν δεν την βλέπουμε, δεν υπάρχει; Είναι "ασέβεια";
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε, ότι με πρόφαση την τέχνη, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κατά καιρούς φωτογραφηθεί έως και γυμνοί σε αρχαιολογικούς χώρους (δείτε π.χ. εδώ).
Η Τζούλια και ο Γιάννης αναλογίζονται ότι βρίσκονται σε εγγύτητα (ούτε καν εντός) του αρχαιολογικού χώρου και αυτή και μόνο η εγγύτητα τούς υποβάλλει μιά συγκεκριμένη σεμνύζουσα συμπεριφορά. Η ακτινοβολία του χώρου λοιπόν εκτείνεται και έξω από την περίφραξή του. Πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση, δεν νομίζετε;
Η συμπεριφορά ωστόσο κρίνεται μεμπτή. Αναρωτιέμαι γιατί, εφόσον οι κανόνες τηρήθηκαν τυπικά.
VΙ.
Το γιαούρτωμα της διανόησης - Γιατί όχι;
Προφανώς υπάρχει αισθητική διαφωνία ή διαμαρτυρία για το γεγονός ότι η Τζούλια φαίνεται να χλευάζει την ποίηση την ίδια στιγμή που την εκφωνεί.
Το επιχείρημα της αισθητικής διαφωνίας δεν το δέχομαι. Για μένα χειρότεροι αισθητικά μπορεί να είναι διάφοροι θίασοι που κατά καιρούς έχουν παίξει στο θέατρο της Επιδαύρου, χειρότερες κάποιες ανά την Ελλάδα χορωδίες που κακοποιούν τον Ολυμπιακό ύμνο, χειρότεροι κάποιοι ηθοποιοί που απαγγέλουν ποίηση με στόμφο και προσωδία. Διαφωνώ μαζί τους αισθητικά αλλά αναγνωρίζω το δικαίωμά τους να συνεχίσουν να παράγουν την τέχνη τους. Το ίδιο μπορεί ή πρέπει να ισχύει και για την κάθε Τζούλια.
Αν δεχτούμε ότι η Τζούλια χλευάζει την κλασική ποίηση, αυτό το κάνει όχι με τα σχόλιά της επί των ποιημάτων, αλλά με τον ασεβή τρόπο εκφοράς της ή πιό σωστά με τον τρόπο εκφοράς που εμείς κρίνουμε ότι είναι ασεβής.
Αν η Τζούλια είναι η κακή μαθήτρια της Β' Γυμνασίου που την πιάνουν τα γέλια στη σχολική γιορτή μπροστά στους συμμαθητές της (γιατί το ποίημα δεν της λέει τίποτα;), ο καθένας από εμάς που αντιδρά, αυτομάτως μπαίνει σε έναν καθόλου θελκτικό ρόλο: του γυμνασιάρχη που θέλει να δώσει στην Τζούλια αποβολή γιατί δεν σεβάστηκε τον Σεφέρη και τον Παλαμά, δεν έδειξε την δέουσα προσοχή στην κλασική ποίηση και μας χάλασε την ατμόσφαιρα σεβασμού που κρίνουμε ότι πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε τέτοια περίσταση.
Ξεχνάμε ίσως ότι η κλασική ποίηση, ευτυχώς ή δυστυχώς, επιβιώνει ακόμη και μετά από την χειρότερη σχολική γιορτή, την χειρότερη δημοτική εκδήλωση και την χειρότερη βραδιά ποίησης.
Στο τέλος της εκπομπής, προκειμένου πάλι να σκανδαλίσει προφανώς, η Τζούλια αποφωνεί με ένα λογύδριο διανοουμενίστικου ύφους αλλά ακατάληπτου περιεχομένου. Ίσως εδώ να έγκειται η μεγαλύτερη διάθεση χλεύης, με την οποία όμως δεν διαφωνώ. Βρίσκω πολλούς ανθρώπους γύρω μου να προσπαθούν να εκφραστούν με επιτηδειότητα χάνοντας τον ειρμό ή το περιεχόμενό τους. Αν αυτό είναι μιά κριτική στην σύγχρονη διανόηση και τον ακατάληπτο συχνά λόγο της, με βρίσκει απολύτως σύμφωνη - και μάλιστα μου θυμίζει ένα ανάλογο σχόλιο του Σακελλάριου που είχα επισημάνει παλιότερα εδώ.
Μήπως το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι "δεν επιτρέπουμε" καν την ύπαρξη αυτής της συνύπαρξης: Τζούλια + κλασική ποίηση;
Γιατί δεν την επιτρέπουμε; Συμφωνήσαμε ότι η Τζούλια, πρωταγωνίστρια αισθησιακών ταινιών, είναι ανήθικη στην ηθική κοινωνία μας και άρα δεν μπορεί να ασχολείται με τα "ιερά και τα όσια"; Τα πορνικά της χείλη δεν μπορούν να εκφωνούν τον Ολυμπιακό ύμνο; Προτιμάμε την απαγγελία ποίησης από πολιτικούς;
Αν η ηθική είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απαγγελία κλασικής ποίησης, που θα βρεθεί άνθρωπος αρκετά ηθικός για να την εκφωνήσει και ποιός είναι αυτός που θα τον κρίνει;
Βρίσκομαι σε μιά αίθουσα συναυλιών. Παίζουν Βιβάλντι και με το πρώτο θέμα βλέπω το κάθισμα πλάι μου αδειανό. Αρχίζω να σε φτιάχνω με την φαντασία μου και να σε βλέπω πλάϊ μου ν'ακούς μαζί μου μουσική. Όμως έρχεται πάλι το πρώτο θέμα και μου δείχνει το κάθισμά σου αδειανό. Σε ξαναφτιάχνω με αγωνία και για να μη μου φύγεις πιάνω το χέρι σου και στο κρατώ μες στο δικό μου, ίσαμε που 'ρχεται ξανά το πρώτο θέμα κι αφήνει άδειο το κάθισμά σου. Χαϊδεύω τ'άδειο κάθισμα που'ναι ζεστό από το κορμί σου, αρχίζω πάλι πλάι μου να νιώθω την αναπνοή σου, αλλά το πρώτο θέμα οριστικά, τυραννικά κι απελπισμένα μου φανερώνει την αλήθεια. Εγώ είμαι μόνη, το κάθισμα είναι άδειο κι εσύ δεν υπάρχεις. Μάνος Χατζηδάκις, Το κοντσέρτο, στο Χαμόγελο της Τζοκόντας. Βγαίνοντας από την Τράπεζα εγκλωβίζομαι στον μικρό κενό χώρο, ανάμεσα στον έξω κόσμο και στο χώρο της τράπεζας. Ακούω διαρκώς την επιτακτική εντολή ενός άγνωστου άνδρα - "πατήστε το κουμπί της εξόδου" - "πατήστε το κουμπί της εξόδου" - "πατήστε το κουμπί της εξόδου". Το πατάω κύριε, το πατάω ξανά και ξανά. Και περιμένω. Μα η πόρτα δεν ανοίγει, το πράσινο φως δεν ανάβει και δεν μπορώ να βγω. Ούτε κι εγώ θέλω να μείνω εδώ. Ένας χώρος μή-χώρος ανάμεσα στο μέσα και στο έξω είναι εδώ που βρίσκομαι. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω, δεν μπορώ να πάω μπροστά, δεν μπορώ να μείνω εδώ. Δεν μπορώ να μείνω εδώ κυρίως γιατί με ενοχλούν τα τζάμια. Γύρω-γύρω τζάμια. Και μπορεί όποιος θέλει να σε βλέπει, ενώ εγώ θέλω να με βλέπει όποιος θέλω και, για την ακρίβεια, αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή δεν θέλω να με βλέπει κανείς. Λίγο πριν με πιάσουν τα κλάματα λοιπόν, εντελώς παιδαριωδώς, γελοίο έρμαιο των ορμονών μου πάντα, ανάβει το πράσινο φως και βγαίνω από αυτόν τον μή-χώρο, μα στα αλήθεια νιώθω σαν να μην έχω βγει ακόμη. Γιατί είναι τόσο αβάσταχτο το αίσθημα της απώλειας για κάτι που δεν είχες ποτέ;