Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Ονειρεύτηκα τους φίλους μου

Ο τίτλος της προηγούμενης ανάρτησης με οδήγησε σε αυτό το παλιό κείμενο με την ίδια κατακλείδα.
Η παλιά ανάρτηση χρονολογείται το Μάϊο του 2006.
Το αναδημοσιεύω αλλάζοντας ελάχιστα ορθογραφικά λάθη και συντακτικές ατυχίες.



Hieronymous Bosch, The Ship of Fools, 1490-1500 (λεπτομέρεια)

Αναρωτιέμαι πως είστε. Στη φάτσα εννοώ.
Τι κάνετε στη ζωή σας. Πώς συμπεριφέρεστε.
Ποιός σας πλήγωσε σήμερα και ξεσπάτε έτσι στο πληκτρολόγιο. Τι σας έδωσε τόση χαρά και ανεβάζετε τραγουδάκια και ζωγραφιές και χαμογελάτε όλο τσαχπινιά ;) :ppp lol

Καμιά φορά σας φαντάζομαι να γράφετε καθισμένοι πίσω από ένα γραφείο μπροστά σε ένα σταθερό PC ή με ένα Mac laptop στα γόνατα. Έξω βρέχει ή κάνει πολύ ζέστη ή φυσάει και τα κλαδιά του δέντρου ξύνουν τα παντζούρια.

 
Η Α. πίνει φραπέ γλυκό με γάλα. Έχει να δώσει εξετάσεις εξαμήνου αλλά δεν θέλει να διαβάσει και προτιμάει να χαζεύει στα μπλογκ, να αποχαυνώνεται μπροστά στην οθόνη με τα ακουστικά στ'αυτιά. Έξω ένας σκύλος γαβγίζει. Με τέτοια γαβγίσματα πώς να συγκεντρωθεί στο διάβασμα;

 Η Β. έχει βρεγμένα ακόμη τα μαλλιά της από το μπάνιο. Δεν της κολλάει ύπνος, δεν θέλει να ενοχλήσει την κολλητή της παίρνοντας τηλέφωνο τόσο αργά. Θα κάνει μια γύρα στα μπλογκς μέχρι να νυστάξει. Τι μ...ες γράφει πάλι ο Γ.! Τί ηλίθιος! Θα του αφήσει ένα σχόλιο να μάθει!

 
Ο Δ. μένει σε ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου στο Chelsea. Έχει 5 χρόνια στην Αγγλία, δεν νοσταλγεί την Ελλάδα, αλλά του αρέσει να διαβάζει (και) ελληνικά μπλογκς. Του αρέσει το μπλογκ του Ε. -η φωτογραφία στο προφίλ του θυμίζει τον Στέλιο, μια παλιά ιστορία της Θεσσαλονίκης. Τόσο παλιά που αναρωτιέται αν συνέβη στον ίδιο ή σε κάποιον άλλο.

 
Η Ζ. έχει χωρίσει εδώ και 2 χρόνια. Έκτοτε είναι μόνη. Διάβασε για τα μπλογκ στη Lifo και το έψαξε λίγο από τον υπολογιστή της δουλειάς. Δεν έχει δικό της μπλογκ, αλλά διαβάζει των άλλων όποτε βρίσκει λίγο χρόνο. Προτιμά τα μπλογκ των γυναικών. Οι άντρες όλο βρίζουν ή συζητάνε πολιτικά ή για το Στοίχημα. Οπως και στην αληθινή ζωή.

 
Ο Η. είναι 37 χρονών και μένει ακόμη με τους γονείς του και τη μικρότερη αδελφή του. Από μέρα σε μέρα θα πάρει την απόφαση να ζήσει μόνος του. Ή τουλάχιστον έτσι λέει στον εαυτό του. Το μπλογκ του το έχει από το Νοέμβριο του 2005 και προσπαθεί να γράφει κάθε μέρα. Η μαμά του ανοίγει την πόρτα και του λέει: "Βρε αγόρι μου, θα χαλάσεις τα ματάκια σου τόσες ώρες μπροστά στον υπολογιστή!".

 
Ο Θ. ασχολείται με υπολογιστές όλη μέρα, κάθε μέρα εδώ και 13 χρόνια. Ξέρει τα πάντα. Ξεκίνησε να μπλογκάρει, όταν καλά-καλά κανείς στην Ελλάδα δεν ήξερε τι θα πει όχι μπλογκ, αλλά ίντερνετ. "Τα ζώα, ανακάλυψαν τα μπλόγκς και γράφουν ότι παπαριά τους έρθει στο μυαλό", σκέφτεται. Απόψε θα ανεβάσει ένα ποστ για να τα χώσει σε αυτή την παλιοαδελφή τον Ι. "Γέμισε ο τόπος από δαύτους. Αστα διάλα πια!".


Ο Κ. πονάει. Πονάει πολύ. Δεν μπορεί να ξεχάσει, δεν αντέχει μέσα στο σαρκίο του. Μπαίνει στα μπλογκ για να ξεχαστεί. Του αρέσει το μπλογκ της Λ. Φαίνεται πολύ καλλιεργημένη κοπέλα. Κι αυτή πρέπει να τον συμπαθεί. Στα σχόλια του απαντάει πάντα πολύ ευγενικά. Σκέφτεται να της στείλει mail, μήπως όμως τον παρεξηγήσει; Άσε, ίσως αύριο.


Η Μ. είναι παντρεμένη εδώ και έξι χρόνια. Έχει τον υπολογιστή στο δωμάτιο του παιδιού. Ο άντρας της στο διπλανό δωμάτιο της φωνάζει να του πάει ένα ποτήρι νερό και να έρθει να ξαπλώσει. Έχουν να σηκωθούν πολύ πρωί αύριο. Αναγκάζεται να πατάει τα πλήκτρα πολύ μαλακά για να μην ξυπνήσει το παιδί. Μπας και τον πάρει κι αυτόν ο ύπνος και ξεχάσει το νερό...

 
Ο Ν. μένει σε ένα χωριό κοντά στο Άργος. Το σιχαίνεται το χωριό του. Και το Άργος. Γουστάρει να γράφει στο μπλογκ κάθε μέρα για όλα τα καινούργια τραγούδια που κατεβάζει, αλλά πρέπει να διαβάζει και για το κωλοφροντιστήριο. Θέλει να περάσει Αθήνα ή Θεσσαλονίκη. Ό,τι σχολή να'ναι.

 
Η Ξ. είναι δημοσιογράφος και δουλεύει "στις εφημερίδες". Δηλαδή έτσι λέει η μαμά στη θεία Ευτέρπη. Έβγαλε το Εργαστήρι Δημοσιογραφίας, αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα στην πιάτσα, ειδικά άμα δεν έχεις γνωστούς. Στα μπλογκ αισθάνεται ότι κρατάει επαφή με την τέχνη της. Βαθιά μέσα της περιμένει ότι κάποιος θα εκτιμήσει τα κείμενά της και θα της προσφέρει δουλειά (ή την έκδοση των κειμένων σε βιβλίο). Καλύτεροι είναι οι άλλοι;

 
Ο Ο. δουλεύει σε ένα κομμωτήριο. Δεν είναι γκέυ, αλλά εντάξει του αρέσουν μερικές φορές κάποια αγόρια. Τέλος πάντων, δεν έχει κάνει ακόμα τίποτα, παρεξόν κάτι φιλιά με τη Ρία και κάτι χαμουρέματα με το Σταμάτη. Στα μπλογκ του ανεβάζει τα ποιήματά του και συγκινείται όταν του αφήνουν ενθαρρυντικά σχόλια. Το πρωί που χτένιζε την κυρία Λουκία του ήρθε ένα πολύ ωραίο! Θα το ανεβάσει το απόγευμα (ελπίζει να μην το ξεχάσει μέχρι τότε).

 
Ο Π. εργάζεται σε έναν μεγάλο οργανισμό. Έχει ευτυχώς άπειρο χρόνο και χρήμα στη διάθεσή του, αλλά δυστυχώς αισθάνεται ότι δεν ξέρει τι να τα κάνει. Έχει πιάσει τον εαυτό του να βαριέται να πάρει τα παιδιά από τη γυναίκα του για Σαββατοκύριακο. Προτιμά να απολαμβάνει Σάββατο πρωί στο κρεββάτι με εφημερίδες και χάζεμα-blogging στο laptop. Σήμερα θα γράψει για εκείνη την παλιά ιστορία του με την Οξάνα -αν και τι να καταλάβουν τα πιτσιρίκια...

 
Η Ρ. δουλεύει σε έναν εκδοτικό οίκο. Μικρομεσαίο. "Εξωτερική συνεργάτης" είναι: κάνει μεταφράσεις από τα γαλλικά και διορθώσεις. Πολύ λίγα λεφτά, αλλά τουλάχιστον είναι μέσα στα βιβλία που τα λατρεύει. Αν είχε λεφτά του Π. θα ταξίδευε σε όλον τον κόσμο και θα αγόραζε όλα τα βιβλία που της αρέσουν χωρίς να κοιτάει πόσο κάνουν! Στο μπλογκ της αρέσει να γράφει για πράγματα που της συμβαίνουν καθημερινά, για βιβλία, για ταινίες και για μουσική.

 
Ο Σ. είναι παπάς σε μια ενορία στη Νέα Φιλαδέλφεια. Μουσικός ήταν, αλλά δεν έβρισκε δουλειά και.. ε, τον βοήθησε ένας θείος να τακτοποιηθεί. Τώρα έχει το χρόνο να ασχολείται με τη βυζαντινή μουσική, οργανώνει χορωδίες, διαβάζει. Για τα μπλογκ του μίλησαν κάτι φίλοι και από τότε κόλλησε! Περιμένει πώς και πώς να πάει πάλι τα παιδιά του στην κατασκήνωση της εκκλησίας για να έχει περισσότερο χρόνο να ανεβάζει ποστ.

 
Η Τ. τελειώνει το διδακτορικό της στο Βερολίνο και παράλληλα δουλεύει part-time σε ένα γραφείο. Παντρεύτηκε πέρισυ τον Dietrich και αποφάσισε να μείνει μαζί του στη Γερμανία. Της λείπουν οι δικοί της, κυρίως ο μπαμπάς της και τα περισσότερα ποστ που ανεβάζει τα γράφει σκεφτόμενη εκείνον. Όταν μιλάνε στο τηλέφωνο της ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό.

 
Ο Υ. δουλεύει όλη μέρα σε μια ιδιωτική τράπεζα -καμιά φορά ως το βράδυ. Αν δεν βαρεθεί να βγει για καμιά μπύρα με το φιλαράκι του τον Τάκη, χαζεύει στο ίντερνετ. Πρόσφατα μπήκε σε ελληνικά μπλογκς και του φαίνεται ότι έχουν πολύ πλάκα. Σκέφτεται να φτιάξει κι ένα δικό του και να ανεβάζει σχόλια για ποδόσφαιρο, ανέκδοτα, κλιπ από παλιές ελληνικές ταινίες και τέτοια! Ωραίο θα είναι!

 
Η Φ. συγχίστηκε πάλι με αυτά που διάβασε σήμερα στα μπλογκ του μ...α του Χ. γι'αυτό μπήκε και τον ξέχεσε. Τον κωλοφασίστα! Αν είναι δυνατόν ρε σύ να υπάρχουν τέτοια άτομα και να ανεβάζουν τέτοιες μ...ες! Κανένας ακροδεξιός θα είναι να δεις! "Αγοράκι μου όταν εμείς κάναμε πορείες στην Αμερικάνικη, εσύ έβλεπες τα Χτυποκάρδια στο Μπέβερλυ Χιλς!" Ωχ, άργησε κι έχει να βγει απόψε...

 
Ο Χ. μόλις απάντησε σε αυτό το αναρχοκομούνι που του άφησε σχόλιο! Τη μαλ....ένη! Που θα του κάνει και μάθημα δημοκρατίας..! "Κοριτσάκι μου όταν εμείς κάναμε πορείες στην Αμερικάνικη, εσύ έβλεπες τα Χτυποκάρδια στο Μπέβερλυ Χιλς!" Δεν γράφει άλλα, θα απαντήσει περισσότερα μετά. Πάει να ετοιμαστεί γιατί -χωρίς να το ξέρει- απόψε θα βγει με την Φ.

 
Ο Ψ. δουλεύει σε μεγάλο δημοσιογραφικό οργανισμό. Έχει δική του μόνιμη στήλη σε ένθετο περιοδικό του Σαββατοκύριακου, δικό του πολύ πετυχημένο μπλογκ (ρεκόρ στα σχόλια λέμε), πολλούς φίλους και πολύ έντονη κοινωνική ζωή. Απόψε που θα γυρίσει στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι θα κοιμηθεί αγκαλιά με το σκύλο του τον Dylan και θα προσπαθήσει να θυμηθεί τι χρώμα είχαν τα μάτια της Μαρίας.

Ω, οι ευτυχισμένες μέρες!
*
*
*

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Ω, οι ευτυχισμένες μέρες






Paris 1900, Exposition Universelle



Διαβάζω ένα κείμενο του Περιούσιου και προβληματίζομαι.
Συμφωνώ απολύτως με όσα γράφει, και στο δικό μου μυαλό αυτή είναι η λογική, αλλά μου κάνει εντύπωση που συνεχίζω να βλέπω γύρω μου πολλούς γνωστούς, φίλους και συγγενείς που συνεχίζουν να ζουν όπως ζούσαν, σαν να μην συμβαίνει τίποτα...
Αρνούνται πεισματικά να περιορίσουν τις επιθυμίες τους, ή έστω -όπως κάνουμε εμείς- να τις τροποποιήσουν. Συνεχίζουν να ζουν με έξοδα μεγαλύτερα από το έσοδά τους, όπως πριν.


Αυτό που με σοκάρει περισσότερο είναι ότι διαιωνίζεται η νοοτροπία που μας έφερε ως εδώ: Έχω χρήματα και ξοδεύω = δεν έχω χρήματα, αλλά δανείζομαι και βρίσκω = περνάω καλά = περνάω καλύτερα από εσένα = είμαι καλύτερος από σένα, είμαι ανώτερος = είμαι περήφανος, ικανοποιημένος, επιτυχημένος = είμαι ευτυχής.
Σκέφτομαι μάλιστα ότι ειδικά τώρα, που η κατάσταση αγριεύει, θα έχει κανείς μιά πρώτης τάξεως ευκαιρία: θα μπορείς ευκολώτερα να επιδείξεις τη ζωή σου που καθορίζεται όλη την αγοραστή ευτυχία της, σε σχέση με τον χρεωκοπημένο διπλανό σου. Ο χρεωμένος θα νιώθει καλύτερα από τον χρεωκοπημένο.



Μιά "φίλη" (με χειρότερα οικονομικά στο σπίτι της απο το δικό μας) με ρωτά: μα βρε παιδί μου απορώ με σας, δεν βαριέστε να κάθεστε συνέχεια μέσα τα Σαββατοκύριακα; Τα χάνω με την ερώτησή της, τι να της πω; Ότι δεν καθόμαστε συνέχεια μέσα, απλώς δεν βγαίνουμε συνέχεια έξω; Σηκώνω τους ώμους, λέω μόνο "περνάμε καλά στο σπίτι μας" κι εκείνη με κοιτά με συγκατάβαση. Πώς να εξηγήσω ότι η ευτυχία δεν ορίζεται με χρήματα; Ή πιό σωστά προς τι;

 
Jessie Tarbox Beals, After the Fair Was Over, 1904

 
Έχω μέρες, εδώ και πολλές μέρες, που διάβασα ένα καταπληκτικό ποίημα σε μετάφραση της αγαπημένης μου lemon.
Κυκλοφορεί έκτοτε στο κεφάλι μου και ξεπετάγεται σε ανύποπτο χρόνο, πρέπει, πρέπει οπωσδήποτε να το ανεβάσω εδώ, να το ευχαριστηθείτε όλοι όσοι ίσως δεν το διαβάσατε στο υπέροχο δικό της ιστολόγιο.
Ορίστε λοιπόν, χωρίς την άδεια της μεταφράστριας και εκμεταλλευόμενη την ευγένειά της,
 
 
Άλγεβρα (The quiet world) 
Jeffrey McDaniel
μτφ. lemon 
 
 
 
Σε μια προσπάθεια να κάνει τους ανθρώπους να κοιτάζονται στα μάτια,



η κυβέρνηση αποφάσισε να επιτρέψει σε κάθε άνθρωπο


ακριβώς εκατόν εξήντα επτά λέξεις τη μέρα.


Όταν χτυπάει το τηλέφωνο, το βάζω στο αυτί μου χωρίς να λέω ορίστε,


στο εστιατόριο δείχνω την κοτόσουπα.






Προσαρμόστηκα καλά στο νέο τρόπο.


Αργά τη νύχτα, τηλεφωνώ στην αγαπημένη μου που είναι μακριά και της λέω με περηφάνεια: χρησιμοποίησα μόνο πενήνταεννέα λέξεις σήμερα, κράτησα τις υπόλοιπες για σένα.


Όταν δεν απαντά, ξέρω ότι έχει ξοδεψει όλες τις δικές της, κι έτσι


ψιθυρίζω αργά "σ' αγαπώ" σαρανταοκτώ φορές και μισή.


Μετά, απλά μένουμε στη γραμμή και ακούει ο ένας την ανάσα του άλλου.
 
 

Η φωτό από εδώ
Ο ποιητής έχει δική του σελίδα στο myspace, όπου έχει ανεβάσει ηχογραφήσεις των ποιημάτων του και μπορείτε να ακούσετε το ποίημα από τον ίδιο. Η εκφορά του ομολογώ με απογοήτευσε, προτιμώ τον ρυθμό και την ανήκουστη φωνή της φίλης μου.





Bonus track

Μια καταπληκτική έκθεση στο Smithsonian Libraries αφιερωμένη στην μηχανική του χαρτιού όπως αυτό χρησιμοποιείται για τη δημιουργία τρισδιάστατων εικόνων σε βιβλία


Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Αριμασποί


Ερμαϊκή στήλη σε τοιχογραφία της Πομπηΐας


Διάβαζα πάλι τον Πλούταρχο αυτές τις μέρες.
Δεν υπάρχει πιό υποβλητικός συγγραφέας.
Είνε από τους λίγους που έχουν τη δύναμη να μας παρηγορήσουν για το χάος της σύγχρονης ζωής. Με πόση σοφία και με πόση εγκαρτέρηση αντιμετώπισε τις αναποδιές και την ταπείνωση του ελληνισμού τότε, που ήταν τόσο πιό μεγάλη, όσο πιό λαμπρά ήταν τα προηγούμενά του κατορθώματα.
Όμως ανήκε ακόμα στη μεγάλη γενιά των ελληνικών γραμμάτων, που κυριαρχούσαν τον κόσμο στην εποχή του. Η γνώση αυτή είταν αρκετή να του δώσει την περηφάνια κι αυτοπεποίθηση, και την αμεροληψία ακόμα που τον χαρακτηρίζει προς τους καταχτητές των Ελλήνων.
Και για τα ελαττώματα των συμπατριωτών του, δεν μασσούσε τα λόγια του. Έβγα σήμερα να μιλήσεις έτσι. Να πεις την πικρή αλήθεια. Είσαι χαμένος άνθρωπος. Όλοι θα σου πέσουν απάνω, σαν λύκοι, αφού πέφτουν κιόλας απάνω σου, όχι γιατί είπες ή έγραψες, αλλά γιατί σε μυρίζονται, σαν αγρίμια. Δεν υποφέρνουν την αλήθεια, όπως θα τώλεγε ο Μακρυγιάννης.
Ας μη γελιόμαστε. Και σήμερα όπως και τότε είμαστε πολίτες της Ρώμης. Τ'άλλα όλα είνε προφάσεις και προσχήματα. Την Ρώμη δεν την αγαπούσαν τότε, όπως δεν την αγαπάμε και σήμερα. Όμως δεν υπάρχει και εκλογή. Είτε εκείνη, είτε οι βάρβαροι κι ένας νέος Μεσαίωνας, ίσως πολύ χειρότερος από τον προηγούμενο. 



Λονδίνο, 15.3.1948
Επιστολή του Νάνου βαλαωρίτη στον Γιώργο Σεφέρη




Αριμασπός και Γρύπας σε τοιχογραφία της Πομπηΐας



Λέγεται μάλιστα ότι τον χρυσό τον κλέβουν από τους γρύπες οι Αριμασποί, άνθρωποι μονόφθαλμοι. Δεν το πιστεύω όμως ότι υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται μονόφθαλμοι ενώ κατά τ'άλλα είναι όμοιοι με τους υπόλοιπους ανθρώπους. 

Ηρόδοτος, Γ116


*
*
*
*

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Έπεα πτερόεντα

στο μυαλό επιβατών σε βαγόνι της διαδρομής Πειραιάς-Ομόνοια


Ουφ, πρόλαβα, μπήκα! Που να κάτσωω. Θα κάτσω δίπλα στην κοπέλα. Αδύνατη είναι, θα χωρέσω κι εγώ. Σιγά μωρή που σε ενόχλησε το καρότσι της λαϊκής. Α, να θυμηθώ να πάρω πατάτες και καμιά μπανάνα. Τα μήλα αδυνατίζουν. Το είπε ένας χοντρός το πρωί στον Αυτιά. Α, και αγγουράκια μικρά. Ό,τι πρέπει για δίαιτα. Θα κάνω το μεσημέρι ωραία σαλατούλα και καρμπονάρα σπέσιαλ. Μιά χαρά. Φτάσαμε.


Επόμενη στάση Φάληρο. Next station Faliro.





"Σα ναυαγοί σαν Ροβινσώνες, δίχως νόμους και κανόνες, σ'ένα νησί μαζί μου θά'ρθεις, που δεν τό'χει ούτε ο χάρτης". Πώπω τραγουδάρααα. Σούπερ. ΄"Σαν ναυαγοί ερωτευμένοι, μέσα στ'όνειρο χαμένοι, θα ξεχάσουμε μωρό μου τα παλιά". Που νά'ναι τώρα ο Κώστας άραγε; Να φυλάει σκοπιά; Αχ, το μανάρι μουουου. Θα του στείλω μήνυμα 'Ακούω Νίνο και σε σκέφτομαι. Το μωρουλίνι σου'.


Επόμενη στάση Μοσχάτο. Next station Moschato.





Με κούρασε αυτή η έλλειψη κατανόησης. Για όλα πρέπει να δίνω λογαριασμό σ'αυτούς τους ηλίθιους τους επίτροπους. Μωροί και τυφλοί, Θέε μου σχώραμε! Τόσες και τόσες φορές έχει αποδειχτεί ότι έχω δίκιο. Πήρα την εκκλησία ερείπιο και την έκανα ένα από τα καλύτερα μαγαζιά της Καλλιθέας. Μικρές επενδύσεις, μεγάλα κέρδη. Αλλά τα κέρδη χρειάζονται φύλαξη. Από όλους τους κινδύνους. Τίποτα. Θα επιμείνω. Θα επιμείνω οπωσδήποτε. Με τόσα κεριά; Είναι αστείο να το ρισκάρουμε. Θα παραγγείλω οπωσδήποτε το πυρίμαχο παγγάρι.


Επόμενη στάση Καλλιθέα. Next station Kallithea.



Άντε όρνιο προχώρα να μπούμε. Βρωμιάρηδες όλοι στο τρένο μαζεύεστε. Αϊ στα κομμάτια πιά. Ναι, κοίτα με περίεργα, βλήμα. Που θες δέκα συντάξεις για να πάρεις τέτοιο Escada. Θα έπρεπε να μοιράζει δωρεάν άρωμα ο ΗΣΑΠ με την αγορά του εισιτηρίου. Δηλαδή είμαστε υποχρεωμένοι να μυρίζουμε την ιδρωτίλα του καθενός πιά; Αϊ στο διάολο πρωί-πρωί. Δεν πιστεύω να ξέχασα τη δικογραφία της μαλακισμένης της Ιππολύτου; Για να δω...



Επόμενη στάση Ταύρος. Next station Tavros.



Άμα τον δω θα κάνω ότι δεν τον είδα. Άμα μου ζητήσει καφέ, θα του πω 'αχ έχω πολύ δουλειά αυτή τη στιγμή'. Όχι, άσε, δεν θα μπορέσω. Θα του πω 'ναι, ένα λεπτάκι' και μετά δεν θα του τον φτιάξω και άμα μου το ξαναπεί θα του πω 'α, ναι με συγχωρείτε, μπλέχτηκα με τη δουλειά και ξεχάστηκα'. Μπράβο αυτό θα πω. Ωχ, μού'φυγε πόντος από το καλσόν. Γαμώτο πιά.



Επόμενη στάση Πετράλωνα. Next station Petralona.



Δύο μήνες κλείνουν σήμερα. Θα την θυμηθεί την επέτειό μας; Ναι, σιγά. Αυτός τα κοροϊδεύει αυτά. Θα του πάρω ένα κασκόλ και θα του γράψω καρτούλα 'να το τυλίγεις γύρω σου και να με σκέφτεσαι'. Ωραίο. Αλλά τέτοιος που είναι, είναι ικανός να μου απαντήσει 'ναι, θα με σφίγγει στο λαιμό και θα σε θυμάμαι'. Το κάθαρμα. Ο ωραιοπαθής. Του την πέφτει και ο μαλάκας ο Πάνος στη δουλειά και το'χει πάρει πάνω του. Λες να πηδιούνται πίσω απ'την πλάτη μου;



Επόμενη στάση Θησείο. Next station Thissio.



My feet are killing me. Ouch. No seat. Oh God. Oh, we get off at the next station. What is it? Manastaki? Monastraki? Mo-na-sti-ra-ki. What a dreadful language... Ok, and then I have to find line 2. Stupid Richard is good for nothing. Just looks outside the window and finds everything 'fantastic'. I bet he could live here forever. Stupid Richard. I just wanna get out of this hell-hole.



Eπόμενη στάση Μοναστηράκι. Next station Monastiraki. Mind the gap between the train and the platform.



Θα πάρω λίγα κολοκύθια. Λίγα κολοκύθια. Και θα πάω κι από του Μάρκου. Θα πάρω λίγα κολοκύθια και θα πάω κι από του Μάρκου. Πρώτα θα πάω από του Μάρκου να πιώ καμιά πορτοκαλάδα. Καμιά πορτοκαλάδα. Πίσω από το Μινιόν. Πίσω από το Μινιόν στου Μάρκου. Και μετά θα κατηφορίσω στην αγορά. Στην αγορά ναι. Να πάρω λίγα κολοκύθια. Αλλά πρώτα θα πάω στου Μάρκου. Να δούμε θα'ναι κι ο Διονύσης; Ωραία. Μπορεί να είναι κι ο Διονύσης. Μπα, όχι. Δεν είπε ο Μάρκος τις προάλλες ότι πάει αυτός πέθανε; Πέθανε, ναι. Πάει το παλληκάρι. Πιό νέος από μένανε πρέπει να ήτανε. Πρώτα θα πάρω κολοκύθια και μετά θα πάω στο Μάρκο.



Επόμενη στάση Ομόνοια. Next station Omonoia.



Παλιά
ανάρτηση, την ξαναθυμήθηκα τυχαία, την ανεβάζω με ελάχιστες αλλαγές ξανά.
Εικονογραφώ την ανάρτηση με τα σχέδια του Takeo Takei για το Lab of Ornithology από το αγαπημένο ιστολόγιο Α Journey Round my Skull.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Όλοι έξω με ένα φτυάρι

Ο τίτλος, άσχετος φαινομενικά, είναι ένα αστείο του ταξιδιού



Στο δρόμο 6 μέρες.
Οδήγηση με το ένα χέρι έξω. Το μαύρισμα του ταξιτζή. Αν ξεκινήσει και το Ρετιρέ θα έχουμε επισήμως καλοκαίρι.
Τρελλή ζέστη, πολλά χιλιόμετρα.
Σε δυό σημεία μας βγάζουν φωτογραφίες.
Οι αστυνομικοί της τροχαίας (έχουμε άραγε λαμβάνειν;)
Διόδια απανωτά.
Ενδόμυχη σκέψη: γιατί δεν βάζουν μεγαλύτερες πινακίδες για το ποσό που πληρώνει κανείς στα διόδια ώστε να φαίνεται από μακριά;

Βόρεια Ελλάδα. Παλιά Ελλάδα. Όχι πιά Κυκλάδες, ούτε Πελοπόννησος. Από Θεσσαλία και πάνω.
Ευχαριστώ. Παρακαλώ. Φιλοξενία. Ευγένεια. Ευχαριστώ.
Αγαπώ. Ευχαριστώ.



Δευτέρα
Έδεσσα. Βαρόσι. Θαυμάσια φιλοξενία. Η Ζήνα προτιμά τον Θ. - όπως πάντα οι γάτες. Οι δικές του γρατζουνιές πιό βαθιές.


Στο υπαίθριο μουσείο του νερού.


Το υπέροχα δροσερό κατάφυτο πάρκο που προδίδει την μέριμνα ενός ή περισσότερων ταλαντούχων σχεδιαστών κήπου.


Γιγαντιαία φύλλα.

Καταρράκτες. 
Θέλω να δω πώς είναι πίσω από τον καταρράκτη. Να, κοίτα.

















Τρίτη
Πρωί. Ο βόμβος των νερών πνίγει τις φωνές από τα γύρω τραπέζια. Διαβάζω.

Λαογραφικό μουσείο Πέλλας. Εχτές κλειστό. Σήμερα κάποιος είναι μέσα. Δεν έχει λουκέτο, έχει ανοικτά παράθυρα. Χτυπάω ρόπτρο. Χτυπάω κουδούνι. Καμιά απάντηση. Χαζεύω την πινακίδα Leader για την χρηματοδότησή του και φεύγω. 


Πέλλα.
Το αρχαιολογικό μουσείο. Καινούργιο. Ένα μεγάλο μακρόστενο διαστημόπλοιο αραγμένο στην άκρη του χωριού. Διαστροφικά σκέφτομαι τις μεγάλες αποθήκες που φαίνεται να έχει.
Για κάποιον περίεργο λόγο δεν επιτρέπεται η φωτογράφιση ούτε χωρίς φλας. Για κάποιον περίεργο λόγο αυτοί οι περιορισμοί δεν ισχύουν για το αντίστοιχο facebook group (εισαγωγή προβλέψιμης αντίδρασης) ή διάφορα site στο internet. Για κάποιον περίεργο λόγο οι επισκέπτες των μουσείων, ιδίως όταν είναι σε ομάδες, κάνουν περισσότερη φασαρία από όση θα έπρεπε.

Μια προθήκη του μουσείου απαντά σε μιά ερώτηση που υπάρχει στο κεφάλι μου εδώ και 2-3 χρόνια. Και μόνο γι'αυτό άξιζε η επίσκεψη. Χαίρομαι που το μουσείο δεν είναι γεμάτο με ευρήματα. Ανασαίνει ακόμη. Εσωτερικά το αρχιτεκτόνημα λειτουργεί πολύ ελκυστικά.



Ο αρχαιολογικός χώρος.


Τι είναι; Είναι προφανώς κάτι που δεν θέλει κανείς να βλέπει: δεν βρίσκουμε επισκέπτες. Την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα, ξέρω καλά ότι η Ακρόπολη, η Κνωσός, οι Μυκήνες, η Ολυμπία, η Βεργίνα, είναι μεστά από κόσμο. Στην είσοδο τεράστιο νεόδμητο κτηριακό σύμπλεγμα [φυλάκιο, είσοδος για την κοπή εισιτηρίων (!), αναψυκτήριο (!!), αμφιθέατρο (!!!)].


Κατά τα άλλα διαβάζω ότι ενοχλεί και πρόκειται να κατεδαφιστεί το παλιό μουσείο, μονόροφο κτίσμα στο βάθος του αρχαιολογικού χώρου, για το οποίο μπορώ να σκεφτώ πολλές χρήσεις. Ας πούμε, φυλάκιο, αναψυκτήριο, αμφιθέατρο ή στο τέλος-τέλος αποθήκη. Eh bien. Τι νόημα έχουν αυτές οι σκέψεις, η δική μου αγάπη για τα παλιά μουσεία - οι υπεύθυνοι ασφαλώς γνωρίζουν καλύτερα.


Τετάρτη
Πόσο ανόητη νιώθω που τρόμαξα στη θέα της Βεγορίτιδας.

Ποιός τρομάζει βλέποντας μιά λίμνη;












Νυμφαίο.

Δικαιολογεί την φήμη του, πράγμα που αν το σκεφτείς είναι πιά τόσο απίθανο, τόσο δύσκολο.
Θυμόμαστε πώς είναι να τρως εύγευστα, μας συγκινεί αληθινά η φιλοξενία. Νιώθω να πέφτουν μιά-μιά οι αντιστάσεις, νιώθω ευγνωμοσύνη. Χαλαρώνω. Βαθιά ανάσα.
Μου κάνει εντύπωση η αυτοφυής βλάστηση του χωριού.


Άγριες τριανταφυλλιές στα σοκάκια.

Σχιστόλιθος. Οξιές. Καλντερίμια. 
Τσίπουρο. Κονιάκ. Σου έμεινε απωθημένο το μπισκοτολούκουμο ;)
Βαθιά ανάσα. Ξανά. 


Πέμπτη
Στο καταφύγιο του Αρκτούρου. Υποβλητική η κατάβαση με την επιβεβλημένη ησυχία για να μην ενοχληθούν τα ζώα. Θαυμάσια ξενάγηση. Σχεδόν ντρέπομαι που ενοχλούμε με την παρουσία μας δυό αρκούδες που βλέπουμε να ξεκουράζονται. Δεν θέλω να φωτογραφίσω τίποτα. Αρκετό θέαμα έχουν γίνει σε όλη την ζωή τους οι αρκούδες που φιλοξενούνται εκεί, πρώην "χορεύτριες". Καταφύγιο αξιοπρέπειας.

Καστοριά.
Επεισοδιακή είσοδος στην πόλη.
Ενδιαφέρουσα ρυμοτομία (ένας εύσχημος τρόπος για να μην γράψω ότι μπερδεύτηκα στις ανηφοροκατηφοριές με το αυτοκίνητο).
Κι εδώ φιλοξενούμαστε με τρόπο υποδειγματικό. Τυχαίο; Ειλικρινά, δεν νομίζω.


Βόλτα στο Απόζαρι και στο Ντολτσό.
Πλήθος εκκλησίες. Πλήθος αρχοντικά. Θα ξανάρθουμε. Δεν φτάνει μιά μέρα.
Γλυκόπιοτο κρασί ντόπιο, όσο πιό κοντά μπορώ να φτάσω στην μέθη.


Παρασκευή
Βυζαντινό μουσείο Καστοριάς. Πάλι θα γκρινιάξω. Ψάχνουμε να βρούμε φύλακα στην είσοδο. Εμφανίζεται από κάποιο γραφείο μιά κυρία, ευγενική πάντως. Το μουσείο δεν είναι παρά μιά αίθουσα με εικόνες. Αυτό και τίποτα άλλο. Μπορούμε να επισκεφτούμε κάποια από τις εκκλησίες; Μπααα. Πρέπει να σου ανοίξει φύλακας και δεν υπάρχει διαθέσιμος. Ο ένας έχει πάει να ανοίξει σε κάποιο σχολείο, ο άλλος... Κρίμα λοιπόν.
Πάμε έστω μέχρι την σπουδαία Παναγία την Κουμπελίδικη.


Νεοέλληνες παρκάρουν τα λατρεμένα αυτοκίνητά τους γύρω της, ορισμένοι πιό απαιτητικοί στην σκιά της, σε επαφή με το μνημείο. Τόσο, που για να χαζέψω τον νάρθηκα ξεσκονίζω τα καπώ...








Δισπηλιό.

Ο αρχαιολογικός χώρος ελεύθερα προσβάσιμος. Κι εγώ που καταπιάνομαι με τέτοια, ελάχιστα βλέπω, ακόμη λιγότερα καταλαβαίνω. Έτσι κι αλλιώς στον αγώνα με την φύση πάντα χάνει το ανθρώπινο δημιούργημα.

Η αποκατάσταση λειτουργεί θαυμάσια. Πολλές καλύβες κατασκευασμένες με υλικά και τρόπους της εποχής του λίθου.
Πάλι διαστροφικά, χαζεύω και φωτογραφίζω τα χάρτινα κουτάκια-παγίδες για ποντίκια, το σιδερένιο λουκέτο μιάς καλύβας, τα καρφιά στους πασσάλους, τον κρυφό φωτισμό με προβολείς. Στ'αλήθεια όμως η αποκατάσταση λειτουργεί σωστά και είναι τελείως απαραίτητη σε μιά ανασκαφή τέτοιου τύπου.



Georgia O'Keeffe, Cow's Skull Red White and Blue, 1931

Καταληκτήριο

Επανέρχομαι σε ένα σημείο που τόνισα στην αρχή. Δεν πιστεύω ότι είναι τυχαίο ότι και στους τρεις ξενώνες που φιλοξενηθήκαμε οι ιδιοκτήτες υπήρξαν αληθινά θερμοί και η εμπειρία απολύτως εξαιρετική.

Ούτε μπορεί να είναι τυχαίο ότι όπου κι αν φάγαμε ευχαριστηθήκαμε την περιποίηση και εκπλαγήκαμε ευχάριστα από τις τιμές και την ποιότητα των εδεσμάτων. Τιμές που αφορούν 
μερίδες κανονικές ή πιό σωστά πλούσιες και πάντως όχι τις περίφημες δειγματοληπτικές μερίδες μεζεδοπωλείου (οι οποίες αλήθεια στέκουν νομικά;).

Δεν είναι λοιπόν και τυχαίο ότι ενώ κινηθήκαμε σε μέρες "καθημερινές" - όχι Σαββατοκύριακο δηλαδή- βλέπαμε πολύ κόσμο έξω να διασκεδάζει σε όλες τις πόλεις που επισκεφτήκαμε. Τρίτη βράδυ στην Έδεσσα ο Λαζόπουλος είχε ασφαλώς πολύ χαμηλή τηλεθέαση...

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Τhe Undiscovered Country

Σκέφτηκα σήμερα ότι η έρευνα του παρελθόντος -εγγύτερου ή απώτερου δεν έχει σημασία- είναι ένας μάταιος αγώνας να γνωρίσω τον "τόπο τον ανεύρετο, απ'όπου κανείς ποτέ ταξειδιώτης δεν γυρίζει" *

Ανεύρετος ο τόπος. Ανεύρετοι κι οι
ταξειδιώτες. Κι όμως τολμάω να συνεχίζω να ψάχνω, ακόμη χειρότερα ισχυρίζομαι πότε-πότε ότι βρίσκω, ότι αγγίζω μιά στάλα. Επιμένω, φτιάχνω εικόνες από αυτό που δεν είδα βασισμένη στα ελάχιστα που βλέπω, φτιάχνω βεβαιότητες και τις υπερασπίζομαι, βομβώ αδιαλείπτως. Βομβώ σαν νυχτοπεταλούδα γύρω από το φως.




* Κατά την έκφραση του Ιάκωβου Πολυλά. Hamlet, Shakespeare, μετάφραση Ι. Πολυλά, Αθήνα 1889

















Την ανάρτηση εικονογραφούν δυό στιγμές-τοιχογραφήματα της Πομπηΐας.

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

pas davantage des souvenirs



"Αχρείαστη αλλά ηδονική νοσταλγία μπροστά απ’ τα πίξελ των παλιών λουλουδιών, εκνευριστικά αλλά ασυγκράτητα δάκρυα, εκεί, στην άκρη της νοητής, ξεχασμένης λίμνης"


 



 



PAS DAVANTAGE
DE SOUVENIRS QU'A L'AGE
D'AVRIL UN JOUR
D'UN JOUR

όχι άλλες αναμνήσεις
παρά απ'την εποχή
του απρίλη μιά μέρα
μιάς μέρας

Samuel Beckett
Mirlittonades





 



 












Όταν δεν έχω κέφι να γράψω, διαβάζω και ξαναδιαβάζω.

Μερικές φορές δεν ξέρω τι ψάχνω, αλλά πάντα βρίσκω. 







Υ.Γ. Η υπόσχεση είναι υπόσχεση, ώστε σας παραπέμπω στην απάντηση της ιδιοκτήτριας της επιχείρησης στα σχόλια του προηγούμενου ποστ.


Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Παντοπωλείον "η Ειλικρίνεια"

Του Αστεροειδή, για το καινούργιο ιστολόγιο ουκ εν τω πολλώ το ευ

Η προϊστορία

Διαβάζω για το καφέ-μεζεδοπωλείο «Ακροβάτης» στο Μεταξουργείο σε μια free-press, νομίζω στην Metropolis. Το άρθρο στην εφημερίδα διαφημίζει με πολύ καλά λόγια το μαγαζί και δημοσιεύει μια φωτογραφία από το εσωτερικό του. Το ενδιαφέρον με το εν λόγω κατάστημα είναι το γεγονός ότι (κατά την εφημερίδα και τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης) εκεί γυρίστηκε η θρυλική ταινία «Της Κακομοίρας» με τον Κώστα Χατζηχρήστο. Το μαγαζί υποτίθεται ότι έχει σεβαστεί την αρχική κατασκευή του χώρου διατηρώντας το χρώμα της εποχής. Αυτές τις ίδιες πληροφορίες διαβάζουμε και σε άλλα έντυπα, ώστε, δεδομένου ότι η ταινία είναι πολύ αγαπημένη μας, μπαίνουμε στον πειρασμό να επισκεφτούμε το κατάστημα.

Ζ7


Η ιστορία

Παρασκευή μεσημέρι, μετά την δουλειά, δηλαδή κατά τις 5, μπαφιασμένοι μεν, κεφάτοι δε, ξεκινάμε από το Μοναστηράκι για τον «Ακροβάτη» πεζή. Η βόλτα έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς περνάμε από δρόμους που ομολογουμένως δεν θυμάμαι να έχω περπατήσει, η μέρα είναι ηλιόλουστη, έρχεται Σαββατοκύριακο, όλα καλά. Δεδομένης της διαφήμισης στο χώρο ανησυχώ μήπως δεν βρούμε να κάτσουμε. Φτάνοντας στο μαγαζί ο φόβος μου διαψεύδεται πλήρως. Με εξαίρεση ένα τραπέζι με τρία άτομα που πίνουν καφέ, είμαστε οι μόνοι άλλοι πελάτες.

Το μαγαζί είναι γωνιακό, με πολύ ψηλά ανοίγματα θυρών, δίχωρο, ψηλοτάβανο. Εξωτερικά και εσωτερικά έχουν αφαιρεθεί οι σοβάδες και διακρίνεται η αρχική τοιχοποιία. Διακρίνεται τμήμα της αρχικής ψευδοροφής και ατυχείς συμπληρώσεις της με κόντρα-πλακέ. Τα τραπεζάκια πολύ μικρά, καφενείου, ψάθινες καρέκλες. Η διακόσμηση του μαγαζιού άκρως απογοητευτική. Ένα μεγάλο mobile με χρωματιστά ελάσματα (σχέδια τύπου Μιρό) κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας, μια μικρή παλιά φωτογραφία του μαγαζιού σε ένα κάδρο, καδραρισμένες μεγάλες καταχωρήσεις των εφημερίδων που αναφέρουν το μαγαζί (!!!). Στο βάθος κοντά στο ταμείο ένας μεγάλος πίνακας με έναν ακροβάτη κι ένα παλιό ψυγείο, τύπου ΕΒΓΑ δεκαετίας 1970.

Απογοητευόμαστε γιατί περιμέναμε να παρουσιάζεται με κάποιο τρόπο η ισχυριζόμενη ομοιότητα με την ταινία, που είναι προφανώς το ατού του μαγαζιού. Αν όχι να ξαναστηθεί το μπακάλικο του κυρ-Παντελή «η Ειλικρίνεια», τουλάχιστον να στολιστεί το μαγαζί με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από σκηνές του έργου.

Θα φάμε. Ο κατάλογος πλην του μενού περιλαμβάνει μια τελευταία σελίδα στην οποία οι ιδιοκτήτες επιβεβαιώνουν (κρατήστε το αυτό) το γεγονός ότι εδώ μέσα γυρίστηκε ο λεγόμενος «Μπακαλόγατος», αλλά οι ίδιοι έχουν ένα άλλο καλλιτεχνικό όραμα και προφανώς έτσι κάπως δικαιολογείται η απόσταση από την ταινία. Απολύτως σεβαστό, μόνο που δεν διακρίνεται κάποια άλλη ολοκληρωμένη διακοσμητική πρόταση -ελλείψει χρημάτων ίσως.

Ζ1



Μια παρένθεση

Φάγαμε συμπαθητικά, μάλλον ακριβά, μικρές μερίδες, μεζεδάκια (όχι μαγειρεμένα εκείνη την ώρα, αλλά ζεσταμένα στον φούρνο μικροκυμάτων) και πήραμε και καφέ. Το σέρβις ήταν, μμμ, πώς να το πω κομψά, όχι επαρκές, όχι φιλικό. Νιώθαμε σαν να ενοχλούμε κάθε φορά που προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε με τον σερβιτόρο και, θυμηθείτε, ήμασταν μόνοι! Θυμήθηκα έναν φίλο και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην επιχείρησή του με τους αγενείς σερβιτόρους. Όχι, δεν αντιμετωπίσαμε αγένεια, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αισθανθήκαμε φιλοξενία.

Την εμπειρία μας από την εξυπηρέτηση στο κατάστημα την καταγράφω εδώ χωριστά ως «παρένθεση» γιατί επ’αυτού μπορεί κανείς πολλά να ισχυριστεί για να μας αντικρούσει, π.χ. ότι εμείς είμαστε οι απαιτητικοί και όχι το κατάστημα αφιλόξενο, και εν τέλει αυτό δεν έχει σχέση με την ιστορία που θέλω να πω.

Ζ3


Ο μύθος και η έρευνα

Όντας ήδη μέσα στο κατάστημα το περιεργαστήκαμε πολύ προσεκτικά προσπαθώντας να διακρίνουμε πώς είχε διαμορφωθεί για το γύρισμα της ταινίας, πού θα μπορούσε να είναι η πόρτα, πού ο πάγκος, πού «Αι Γενικαί Αποθήκαι», κλπ. Δεν βρίσκαμε καμιά ομοιότητα, αλλά το αποδώσαμε στις αλλαγές που ασφαλώς έχει υποστεί ο χώρος. Γυρνώντας στο σπίτι σχολιάζαμε την συμπεριφορά του σερβιτόρου σε ένα άδειο κατάστημα στις μέρες που διανύουμε και προσπαθούσαμε να λύσουμε το μυστήριο του καφενείου του κυρ-Παντελή.

Το βράδυ αρχίζουμε να ψάχνουμε την υπόθεση στο ίντερνετ. Βρίσκουμε βεβαίως-βεβαίως τα διαφημιστικά δημοσιεύματα στις free-press καθώς και θετικές εν γένει κριτικές (όπως αυτές εδώ). Το σημαντικότερο στοιχείο έρχεται από ένα πολύ καλό άρθρο στην on-line Espresso(πιστέψτε το), εδώ, όπου αναφέρεται ότι οι ιδιοκτήτες δεν γνώριζαν την σχέση του καταστήματος με την ταινία, αλλά τέσσερις μέρες πριν ανοίξουν πήραν την κρίσιμη πληροφορία για την ταύτιση «όταν ένας δημοτικός σύμβουλος της περιοχής τους ενημέρωσε».

Η ασαφής πηγή βεβαίως μας οδήγησε να ξαναδούμε την ταινία οι ίδιοι προσπαθώντας να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει και εν τέλει καταλήξαμε στο εξής.

Ο χώρος του κινηματογραφικού καφενείου «η ειλικρίνεια» δεν έχει καμία αρχιτεκτονική σχέση με το καφενείο/τσιπουράδικο/μεζεδοπωλείο «Ακροβάτης». Το καφενείο της ταινίας δεν έχει το ασπρόμαυρο δάπεδο του "Ακροβάτη", δεν είναι γωνιακό, δεν είναι τόσο ψηλοτάβανο, έχει μόνον μία διακρινόμενη θύρα προς τον δρόμο, καθόλου ψηλή όπως είναι οι πόρτες του «Ακροβάτη», δημιουργεί μάλιστα εξωτερικά μια εσοχή με παράθυρο (εκεί που κάθεται ο γατομούστακος και η γυναίκα του για ουζάκι) που δεν υπάρχει στο κτήριο. Για να μην μακρηγορώ, κανένα απολύτως στοιχείο δεν ταιριάζει και επιπλέον υπάρχει ένα πολύ καθοριστικό, ενάντιο στην ταύτιση, στοιχείο: στους τίτλους της ταινίας αναφέρεται ότι η ταινία «γυρίστηκε στα στούντιο της Φίνος Φιλμ». Πιθανόν κάποια από τα εξωτερικά γυρίσματα (ο Ζήκος στο μπιλιαρδάδικο, το σπίτι της Λίτσας) να έχουν γίνει στην περιοχή, αλλά είναι σαφές ότι ο καφενές του κυρ-Παντελή είναι στημένος σε στούντιο.

Ζ5


Η διαχείριση του μύθου

Προσωπικά δεν βλέπω κανένα απολύτως στοιχείο ομοιότητας ανάμεσα στον «Ακροβάτη» και το καφενείο (ω, ο τίτλος του) «η Ειλικρίνεια», όπου εργαζόταν ο θρυλικός Ζήκος. Επομένως, ο ισχυρισμός των ιδιοκτητών μένει να αποδειχτεί με περισσότερα στοιχεία από έναν περαστικό δημοτικό σύμβουλο, κατά την ταπεινή μου άποψη. Μέχρι τότε, αν με ρωτάτε, προκειμένου να μην αισθάνεται ο πελάτης του καταστήματος εξαπατημένος (όπως εμείς) νομίζω ότι το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν (δεδομένου ότι το φαγητό και το σέρβις και δεν είναι το δυνατότερο σημείο τους) είναι να ξαναστήσουν στο μαγαζί τους ως σκηνικό περιβάλλον το καφενείο του κυρ-Παντελή, το παντοπωλείον «η Ειλικρίνεια».

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Διαδρομές


"Για τον τρελλό Αχαάβ, ο Μόμπι-Ντικ προσωποποιούσε ολοφάνερα καθετί που τρελαίνει και βασανίζει τον άνθρωπο στο έπακρο, καθετί που βγάζει τα πράγματα από την ησυχία τους, κάθε κακόβουλη αλήθεια, καθετί που κλονίζει το σθένος και σβωλιάζει το μυαλό, κάθε σκοτεινή δαιμονοπιστία της ζωής και του νου, κάθε κακό, κακό που μπορούσε κανείς να το πολεμήσει στην πράξη στο πρόσωπο του Μόμπι-Ντικ. Πάνω στην άσπρη καμπούρα τούτης της φάλαινας σώριασε όση λύσσα και μίσος είχε νιώσει ολόκληρη η φυλή του, από τον Αδάμ και μετά. Και ύστερα, λες και το στήθος του ήταν ολμοβόλο, πυροδότησε την εξαγριωμένη του καρδιά σα βόμβα καταπάνω της."

Herman Melville, Μόμπι-Ντικ ή η Φάλαινα, μτφ. Α.Κ. Χριστοδούλου

Περπατώντας με βήμα γοργό την Πατριάρχου Ιωακείμ, αισθάνομαι κάπως σαν τον Μόμπι-Ντικ. Υπέρβαρη και ασθμαίνουσα, σκέφτομαι ότι το πιό φυσικό πράγμα στον κόσμο θα ήταν να βρεθώ με ένα καμάκι χωμένο βαθιά στην πλάτη μου.


Μου ζητούν να πω μιά ιστορία, να θυμηθώ τι έγινε το φθινόπωρο του 1993.
Μπερδεύομαι, μπλέκομαι, δεν ξέρω καν αν είναι 1993 ή 1994. Η δική μου μνήμη, χρόνια εκπαιδευμένη να απωθεί αποτελεσματικά, χρόνια εκπαιδευμένη να ξεχνάει, μπερδεύεται όταν της δίνω εντολή να υπερβεί τη βασική της εκπαίδευση. Πώς να κάνω τον σκύλο- φύλακα, σκύλο του καναπέ;
Συνεπώς, άκρως συνεπώς, προδομένη από τις συμβατικές αναμνήσεις, από την αφηγηματική ροή που αδυνατώ να αποκαταστήσω, αναγκάζομαι να ανατρέξω στις συναισθηματικές καταγραφές: σε εικόνες και ήχους που δεν θυμάται πιά κανείς, σε αισθήματα που προκάλεσαν φαινομενικά τυχαίες κινήσεις, ασήμαντα περιστατικά που έλαβαν μεγάλες διαστάσεις μόνο μέσα στο δικό μου μυαλό, φωτογραφίες που τράβηξαν τα μάτια μου που δεν ξέρω ποιός θα ήθελε να δει.


Προχτές έστειλα δυό ευχαριστήριες κάρτες σε ανθρώπους που δεν τις περιμένουν, γιατί αυτό που έκαναν θεωρείται υποχρέωση ή δουλειά τους, κι απολαμβάνω να φαντάζομαι την ώρα που θα ανοίξουν τον φάκελο. Νομίζω ότι όσο σοβαροί κι αν είναι, θα χαμογελάσουν έστω αδιόρατα.


BONUS TRACK
Σημαντική ανακάλυψη: το θαυμάσιο ιστολόγιο-καταγραφή Η Ελλάδα στον Κινηματογράφο.



Η σημερινή ανάρτηση εικονογραφείται με δύο έργα του Grant Wood, το απολύτως εμβληματικό American Gothic και το Death on Ridge Road. Το δικό μου αγαπημένο του είναι ωστόσο το The Midnight Run of Paul Revere, για το οποίο είχα γράψει αναλυτικότερα πολύ παλιά, εδώ. Με εντυπωσιάζει πολύ το γεγονός ότι το έργο του Wood, τόσο πολύ γνήσια Αμερικανικό, διατρέχεται από την επίδραση του Van Eyck και γι'αυτό διάλεξα να βάλω μαζί στο ίδιο ποστ τον μαθητή και τον δάσκαλο που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Μαζί με το Ζεύγος των Αρνολφίνι δημοσιεύω μιά λεπτομέρεια του έργου που αγαπώ: τον καθρέφτη στο βάθος της σκηνής που αντικατοπτρίζει όχι μόνον το πίσω μέρος των μορφών αλλά και εμάς τους θεατές που γινόμαστε αναπόφευκτα μάρτυρες της σκηνής, μάρτυρες του γάμου, ενδυόμενοι ταυτόχρονα το ρόλο του ζωγράφου κοιτάζοντας με τα μάτια του.

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Εδώ ο κόσμος καίγεται

Εδώ ο κόσμος καίγεται.

Καίγεται χωρίς αιδώ και χωρίς τύψη, καίγεται με κέφι και απαράμιλλο μπρίο, καίγεται οργανωμένα, με συνεργασία και πνεύμα αδελφικό, με παλμό αγωνιστικό, με μίσος απύθμενο. Καίγεται με μολότωφ και ακριβή βενζίνη στο όνομα της αντι-εξουσιαστικής πάλης, στο όνομα της καθαγιασμένης οργής.


Έχει καιρό που καίγεται ο κόσμος, έχει καιρό που πεθαίνουν εδώ γύρω μας άνθρωποι που η ζωή τους αξιολογήθηκε χαμηλότερα από τα κίνητρα των εκτελεστών της. Και οι αντιδράσεις όλων μας παρακολουθούν πιστά αυτή την αξιολόγηση.
Σταχυολογώ από μνήμης. Ο Αξαρλιάν: παράπλευρη απώλεια σε έναν πόλεμο που κήρυξε ένα τσούρμο «αντιεξουσιαστών» και σιγοντάρισαν πολλοί περισσότεροι. Ήταν άτυχος. = Λυπάμαι, θυμώνω. Ο εφοπλιστής Βερνίκος: καλά να πάθει, ήταν κεφαλαιούχος, μπράβο στους επαναστάτες που χτυπούν το κεφάλαιο. = Δεν λυπάμαι, δεν θυμώνω. Νεαροί αστυνομικοί γαζώνονται στην είσοδο ενός τμήματος: καλά να πάθουν, κανείς δεν επιτρέπεται να συμπονά τους αστυνομικούς, άλλωστε είναι δουλειά τους να τρώνε σφαίρες. = Δεν λυπάμαι, δεν θυμώνω. Ο Αλέξανδρος δολοφονημένος από σφαίρα αστυνομικού. = Λυπάμαι πολύ, θυμώνω πολύ. Ο ασήμαντος Χαμιντουλάν, στο λάθος τόπο, την λάθος ώρα, παράπλευρη απώλεια κι αυτός. = Λυπάμαι (λίγο), δεν θυμώνω καθόλου.

Έτσι και τώρα. Βρέθηκαν άνθρωποι που έκριναν την αξία της ζωής της Αγγελικής, της Βιβής και του Νώντα. Δεν είχαν δικαίωμα να μην κάνουν απεργία, κακό του κεφαλιού τους, στο πρόσωπό τους έπρεπε να καεί συμβολικά το τραπεζικό μας σύστημα. Δεν φταίνε οι «αντι-εξουσιαστές» που έβαλαν τη φωτιά, ήταν αναμενόμενο ότι θα γινόταν εκεί επίθεση, είναι εδώ και χρόνια καθιερωμένες οι μολότωφ και οι καταστροφές, απαραίτητο αξεσουάρ μιάς επιτυχημένης πορείας.

Εγώ τον θάνατο αυτών των ανθρώπων έβλεπα εδώ και καιρό κάποιοι να τον απαιτούν. Ήταν άραγε μόνο δική μου εντύπωση; Εδώ και μέρες ήταν σαφές ότι θα καταλήγαμε σε αυτό το ζητούμενο. Κι εξακολουθώ να αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι συνεχίζουν να απαιτούν κι άλλους θανάτους, κι άλλο αίμα.
Εκεί έξω, γύρω και μέσα μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, αξιολογούμε πιά σαφώς την ανθρώπινη ζωή. Οι αστυνομικοί μπορούν να πεθάνουν, πρέπει, δεν θα τους λυπηθούμε, το ίδιο και οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι εύποροι επιχειρηματίες. Αυτοί μπορούν να πεθάνουν, πρέπει. Κι όσοι δεν συμφωνούν; ε, να πεθάνουν κι αυτοί.


Θυμώνω κι εγώ. Θυμώνω με όσους είναι θυμωμένοι, με όσους διαμαρτύρονται και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ως αθώα θύματα των πολιτικών ταγών αυτής της χώρας. Δεν τους ανέχομαι γιατί βλέπω σαφώς την δική τους προσωπική, ατομική ενοχή. Δεν πιστεύω ότι είναι ένοχοι μόνο οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι ή οι κεφαλαιούχοι, έτσι συλλήβδην. Ένοχοι είναι οι περισσότεροι Έλληνες που υιοθέτησαν έναν τρόπο ζωής που απείχε από τις πραγματικές οικονομικές τους δυνατότητες, που εξαπάτησαν και εκμεταλλεύτηκαν το κράτος με όλους τους τρόπους -φοροδιαφεύγοντας, παίρνοντας μίζες, προμήθειες και υψηλές θέσεις, απέχοντας από την εργασία τους ή αμειβόμενοι υπερβολικά σε σχέση με την προσφορά τους.
Ένοχοι είναι όλοι όσοι επέλεξαν να θέσουν στην ζωή τους υπέρτατη αξία το χρήμα. Και στο όνομα της αξίας αυτής ως φαίνεται ορισμένοι είναι και διατεθειμένοι να σκοτώσουν.


Θυμώνω, αλλά επιλέγω να προσπαθήσω να μην διοχετεύσω τον θυμό μου σε κανέναν. Δεν έχει και νόημα, είναι τόσοι πολλοί. Είναι συνάδελφοι, γνωστοί, συγγενείς και φίλοι. Δεν θα τους δείξω τον θυμό μου, θα τον καταπιώ. Εκείνοι συνεχίζουν να μου στέλνουν μηνύματα στο κινητό και στο mail, να γράφουν στα blog τους, να ουρλιάζουν στα τηλέφωνα, να ωρύονται κατά πρόσωπο. Συνεχίζουν να με προκαλούν. Βλέπω το στόμα τους να αφρίζει, τα μάτια τους να αστράφτουν, το θυμό τους να γίνεται μίσος.
Τους προκαλώ φαίνεται κι εγώ γιατί δηλώνω ότι δεν θα φοβηθώ. Ότι μπορώ να ζήσω με λιγότερα χρήματα, θα προσπαθήσω να ζήσω με λιγότερα χρήματα, έχω ζήσει με λίγα χρήματα, ζω με λίγα χρήματα, τα χρήματα δεν είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή, η ζωή είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή.


Θα κλειστώ στο σπίτι μου λοιπόν και θα περιμένω να έρθουν να με κάψουν οι φίλοι μου και οι συγγενείς μου, οι γνωστοί μου. Γιατί έχω διαφορετική άποψη από αυτούς, γιατί δεν κατέβηκα στην πορεία, γιατί δεν έχω πιστωτικές και δάνεια, γιατί δεν έχω τζιπ, γιατί δεν έγλυψα, δεν φίλησα κατουρημένες ποδιές στη δουλειά μου, γιατί έμαθα να μην εξαρτώ την ευτυχία μου από το χρήμα, για ένα σωρό άλλους λόγους που τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ κι ούτε έχει νόημα να παραθέσω.
Θα περιμένω. Αν δεν μπορούν να με αντέξουν ας με εξοντώσουν. Κι ο οργισμένος ας σκοτώσει τον κουρασμένο. Δεν θα φοβηθώ.



Αν και προσπάθησα πολύ, το κείμενο αυτό γράφτηκε υπό το καθεστώς μιάς βαθιάς θλίψης που δεν μπόρεσα τελικά να διαχειριστώ. Ελπίζω να βγάζει κάποιο νόημα αν μη τι άλλο για όποιον είχε το κουράγιο να φτάσει ως το τέλος.