Πέμπτη 29 Ιουνίου 2006

Καμένοι από χέρι




Το μεσημέρι, καθώς κατέβαινα τον Κηφισό, σε ένα σημείο η διαχωριστική νησίδα είχε πάρει φωτιά.
Και μου φάνηκε στην αρχή σούρεαλ να οδηγούμε δίπλα στη φωτιά χωρίς να τρέχει μία.
Και μετά κατάλαβα ότι ήταν απολύτως φυσιολογικό και εντελώς ταιριαστό. Κατά μία έννοια ωραίο.

Είμασταν οι πιό πολλοί καμένοι από χέρι -κι ας μην το ξέραμε.
Κι ο αέρας σκόρπαγε τις στάχτες.

Έτσι σκόρπια κι ασύνδετα




Απέχω ηθελημένα από την αγάπη που με πλήγωσε νομίζοντας ότι θα επουλώσω τις πληγές και θα ανανεώσω τον έρωτα. Λες;

Η απόσταση θα μεγαλώσει τη λαχτάρα ή θα μου αποδείξει ότι μπορώ μια χαρά να ζήσω και χωρίς;

Γιατί δεν αναλαμβάνω τις ευθύνες μου και όλο ψάχνω δικαιολογίες;

Θα βρω το θάρρος να κάνω την τομή;
Θα ξαναγυρίσω;
Θα αγαπάω το ίδιο;
Τι ρόλο θα παίξω στο νέο έργο;

Κι όλα αναρωτιέμαι:

Τι θα γινόταν αν έλεγα πραγματικά τι πιστεύω;

Τρίτη 27 Ιουνίου 2006

Στα βάθη του κενού μου

Leon Spilliaert, Moonlit Beach, 1908



...Κι όπως κυλώ στα βάθη του κενού μου,
σαν άστρο φλογερό στον άξονά του,
-δε νιώθω πια να ζει , παρά το Νου μου,
στην Απεραντοσύνη του Θανάτου...


Ν. Λαπαθιώτης, Θάνατος


Ένα ποστ του Μάρκου

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2006

Κι αν δε σε βλέπω δε σε ξεχνώ


Νικόλας Λύτρας, Ιστιοφόρο

Άσπρο φτερό στον ορίζοντα, περ'απ'τα μπλαβ'ακρωτήρια, το καίκι σκίζει την θάλασσα. Ουσία που δεν πιάνεται, έξω ή μέσα στον εαυτό μας, γάλα χυμένο, εκμαγείο, όλους τους χαρακτήρες αποτυπώνει ανύποπτη η θάλασσα, λουλάκι. Λάμπει ασημένια με μύρια ανοιχτά, χρυσά κι ορφυά σημάδια, πρώτη ζωή, πολύμορφη. Κάθε ρεύμα αισθήματος ρυτιδώνει ποικίλα την όψη της. Άλλοτε γαλήνια σαν το λάδι, από ριπή ανέμου αναταραγμένη, άλλοτε μυκάται αγιεμένη. Καθαρότατο βαθύχρωμο γυαλί καθρεφτίζει τον ουρανό. Εκεί που ο λογισμός πετά, αγριοπερίστερο...

Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Ο μοναχός στη βρύση

Σάββατο 24 Ιουνίου 2006

Συντηρητικός Αναρχικός Ρομαντικός

Ο αγαπητός μου διαδικτυακός φίλος Cobden έγραψε εδώ ένα θαυμάσιο κείμενο για το λεγόμενο Ελαφρό τραγούδι, ένα είδος που αγαπώ πολύ.

Τον ευχαριστώ θερμά για την αφιέρωση των υπέροχων στίχων κι ας μου επιτρέψει από τις σελίδες αυτού του ιστοτόπου να του ανταποδώσω αυτή την ωραία του χειρονομία με τους στίχους ενός πολύ αγαπημένου μου τραγουδιού.


Το 'θελα κι’ εγώ σαν τρελή
το 'θελες κι’ εσύ πιο πολύ
κι’ έγινα παιδί μου για πάντα δική σου
Όμως ούτε το 'χα σκεφτεί
ούτε το 'χα ονειρευτεί
πόσο ευτυχισμένη θα είμαι μαζί σου

Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά
μου χαϊδεύεις μετά τα μαλλιά
όλη μέρα γελάς λόγια λες τρυφερά
και γεμίζεις το σπίτι χαρά
Πόσο χαίρομαι που μ’ αγαπάς
πάντα κάπου τα βράδια με πας
και τις νύχτες ρωτάς αν κι’ εγώ σ’ αγαπώ
αλλά πια δεν μπορώ να τα πω

Βρίσκουμε τις μέρες μικρές
που περνούν γεμάτες χαρές
πάντα με την ίδια που λέγαμε τάξη
άλλο δεν προσμένω καλό
και μονάχα παρακαλώ
στη ζωή μας τίποτα να μην αλλάξει

Μουσική: Κυπαρίσσης Γιάννης
Στίχοι: Γιαννακόπουλος Χρήστος

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2006

Κάνει ζέστη...



A woman who my mother knows
Came in and took off all her clothes.

Said I, not being very old,
'By golly gosh, you must be cold!'

'No, no!' she cried. 'Indeed I'm not!
I'm feeling devilishly hot!'

Roald Dahl, Hot and Cold

Αυτό το καλοκαίρι


Στην άμμο θα έβρισκα κοχύλια,
θα έκαιγε ο ήλιος
η θάλασσα θα ήταν ζεστή.
Θα φύσαγε ένα απαλό αεράκι
Θα ήταν τα μαλλιά μου βρεγμένα
το δέρμα σου αλμυρό

Θα έχει ζέστη, πολλή δουλειά, πολλή κούραση και τρέξιμο, ελάχιστες διακοπές.
Θα έχει εσένα.
Θα είναι ωραία.

Τρίτη 20 Ιουνίου 2006

Man with a knife


Jackson Pollock, Naked Man with Knife, ca. 1938-1940

"Ποτέ δεν τους άρεσε σ' εμένα το ότι πάντοτε και σε κάθε ευκαιρία τούς ανέλυα, πραγματικά ανενδοίαστα, μα είχα πάντοτε ένα ελαφρυντικό: ανέλυα πολύ περισσότερο τον εαυτό μου, δεν μου χαριζόμουν ποτέ, διαμέλιζα σε κάθε ευκαιρία τον εαυτό μου σε όλα τα συστατικά στοιχεία, καθώς θα έλεγαν, είπα μέσα μου στην μπερζέρα, με την ίδια αταραξία, με την ίδια χυδαιότητα, με την ίδια αμείλικτη μέθοδο. Έπειτα έμεναν από μένα τον ίδιο πάντοτε πολύ λιγότερα απ' όσα από κείνους, είπα μέσα μου."

Τόμας Μπέρνχαρντ, Ξύλευση. Ένας ερεθισμός (μτφ. Βασίλης Τομανάς).

Ένα ακόμη ποστ του Μάρκου.

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2006

Happy Thought








Happy Thought

The world is so full of a number of things,
I'm sure we should all be as happy as kings.

Robert Louis Stevenson, A Child's Garden of Verses, 1885

Κυριακή 18 Ιουνίου 2006

Κάθοδος



I felt a funeral in my brain,

And mourners, to and fro,

Kept treading, treading, till it seemed

That sense was breaking through.


And when they all were seated,

A service like a drum

Kept beating, beating, till I thought

My mind was going numb


And then I heard them lift a box,

And creak across my soul

With those same boots of lead, again.

Then space began to toll


As all the heavens were a bell,

And being, but an ear,

And I and Silence some strange Race

Wrecked, solitary, here.

Emily Dickinson, I Felt a Funeral in my Brain


ένα ποστ του Μάρκου

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2006

Norma



Yes, there was something special about me, and I knew what it was. I was the kind of girl people expect to find dead in a hall bedroom with an empty bottle of sleeping pills in her hand.

...και ένα ποίημα




“To the Weeping Willow”

I stood beneath your limbs
And you flowered and finally
clung to me,
and when the wind struck with the earth
and sand—you clung to me.
Thinner than a cobweb I,
sheerer than any—
but it did attach itself
and held fast in strong winds
life—of which at singular times
I am both of your directions—
Somehow I remain hanging downward the most,
As both of your directions pull me.

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2006

Ένα τηλεγράφημα...





Feb. 27th
Marilyn Monroe
Nurological Institute Clinic
Presbyterian Hospital
168th & Broadway
New York City, N.Y.

Dear Marilyn,

The best reappraisals are born in the worst crisis. It has happened to all of us in relative degrees. Be glad for it and don't be afraid of being afraid. It can only help. Relax and enjoy it. I send you my thoughts and my warmest affections.

Marlon

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2006

Στην άκρη του δρόμου




Itsuki no Komoriuta

(απόδοση: Π)

Θα μείνω μέχρι τις γιορτές
κι ύστερα πάλι θα χαθώ.
Aν φέτος πέσουνε νωρίτερα
κι εγώ θα φύγω πιο νωρίς.
Eίμαι φτωχούλης σα ζητιάνος.
Zητιάνος...
Eσείς είστε άνθρωποι καλοί,
μ' όμορφα ρούχα και ποδιές.
Mα εμένα αν τύχει και πεθάνω,
ποιός τότε θα με κλάψει;
Mόνο τζιτζίκια τραγουδάνε
πάνω στο λόφο εκεί στα πεύκα.
Mα δε θα είναι τα τζιτζίκια,
η αδερφούλα μου θα κλαίει.
Mην κλάψεις αδερφούλα
δεν το βαστάει η καρδιά μου.
Σαν έρθει να πεθάνω
δίπλα στο δρόμο να με θάψτε,
για να μπορεί κάθε διαβάτης
ν' αφήσει ένα λουλούδι.
Kαμέλιες θέλω νά'ναι.
Kι ίσως να πέφτει το νερό
ψηλά απ' τους ουρανούς.

Όταν ο Wynken, ο Blynken και ο Nod βγήκαν βόλτα με το μαγικό παπούτσι τους σ'αυτό το ιστολόγιο (εδώ), δεν φανταζόμουν με τι ψαριά θα γυρνούσαν!

Μου έφεραν πίσω ένα πολύ συγκινητικό Ιαπωνικό νανούρισμα που μετέφρασε ο αγαπητός φίλος Π και μου επέτρεψε να αναπαράγω εδώ σε χωριστή καταχώρηση. Τον ευχαριστώ.

Τι θράσος Θεέ μου!





Να θέλω να συνομιλήσω με τον Ansel...

Τρίτη 13 Ιουνίου 2006

Σκουπίδια;


Oderint, dum metuant

Το πρόσωπό σου, παγωμένο


Το πρόσωπό σου, παγωμένο, δεν το φοβήθηκα.
Σε κοίταξα στα μάτια, αναμετρήθηκα μαζί σου στα ίσια.
Σε κοίταξα στα μάτια, ώσπου το βλέμμα έριξες πρώτος εσύ.

Δεν το περίμενες.
Και πάγωσες.
Πάγωσες και αποσύρθηκες.
Έχασες πάλι.
Αποσύρθηκες.

Με κοιτάζεις;
Με κοιτάζεις.
Με βλέπεις;

Τι σκέφτεσαι τώρα πιά;
Ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα;
Εγώ το ήξερα.
Εσύ το έμαθες.

Σου εύχομαι να χαθείς στη λήθη. Να καταφέρεις να ξεχαστείς.
Να γίνεις ένα με την ουσία του κόσμου.
Αλήθεια, στο εύχομαι με αγάπη.
Σου εύχομαι να ξαναγίνεις τίποτα.

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2006

Έτσι, για καληνύχτα



Wynken, Blynken, and Nod one night
Sailed off in a wooden shoe ~
Sailed on a river of crystal light,
Into a sea of dew.

"Where are you going, and what do you wish?"
The old moon asked the three.
"We have come to fish for the herring fish
That live in this beautiful sea;
Nets of silver and gold have we!"
Said Wynken,
Blynken,
And Nod.

The old moon laughed and sang a song
As they rocked in the wooden shoe,
And the wind that sped them all night long
Ruffled the waves of dew.
The little stars were the herring fish
That lived in the beautiful sea ~
"Now cast your nets wherever you wish ~
Never afeard are we";
So cried the stars to the fisherman three:
Wynken,
Blynken,
And Nod.

All night long their nets they threw
To the stars in the twinkling foam ~
Then down from the skies came the wooden shoe,
Bringing the fishermen home;
'Twas all so pretty a sail it seemed
As if it could not be,
And some folks thought 'twas a dream they'd dreamed
Of sailing that beautiful sea ~
But I shall name you the fishermen three:
Wynken,
Blynken,
And Nod.

Wynken and Blynken are two little eyes,
And Nod is a little head,
And the wooden shoe that sailed the skies
Is a wee one's trundle-bed.
So shut your eyes while mother sings
Of wonderful sights that be,
And you shall see the beautiful things
As you rock in the misty sea,
Where the old shoe rocked the fishermen three:
Wynken,
Blynken,
And Nod.

Eugene Field, Wynken, Blynken and Nod; Dutch Lullaby, 1910.

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2006

Homo hominis lupus




Περπατώ μές στο δάσος ακόμη κι όταν ο λύκος είναι εδώ.
Προσπαθώ να τον αποφύγω, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα.
Πολλές φορές ακούω τα ουρλιαχτά του από μακριά.
Μερικές φορές αισθάνομαι πίσω μου την ανάσα του. Δε γυρίζω το κεφάλι. Συνεχίζω να περπατάω.
Άλλες φορές πετάγεται μπροστά μου να με τρομάξει. Με τρομάζει.
Μου στήνει παγίδες. Κάποιες φορές πέφτω μέσα. Άμα πέσω, περιμένω λίγο, μετά σκαρφαλώνω με κόπο, βγαίνω και συνεχίζω να περπατάω.

Όταν με πιάνει, με στριμώχνει, με φοβίζει, με δαγκώνει.
Τρέχει αίμα. Το σκουπίζω.

Δε με τρώει, για να μπορεί να με ξανακυνηγήσει την άλλη μέρα.
Και έτσι συνεχίζω να περπατάω. Κάθε μέρα.

Μερικές φορές εύχομαι να με φάει να τελειώνουμε.
Αλλά τις πιό πολλές φορές εύχομαι να μπορούσα να τον σκοτώσω πρώτη εγώ.

Σάββατο 3 Ιουνίου 2006

Του νεκρού παιδιού


Πριν λίγες μέρες συζητούσαμε για το ποίημα του Neruda, Fable of the Mermaid and the Drunks, κανά δυό ποστ πιό κάτω, που μιλά για το Θάνατο της Αθωότητας.
Νόμιζα ότι χρησιμοποιούσε μεταφορές, υπερβολές, παρομοιώσεις, συμβολισμό.
Πόσο φρικτά κυριολεκτικό ήταν τελικά ε;


Φρικτά γεννήματα σάπιας κοιλιάς,
σκουλίκια που μισείτε τα πουλιά,
σκουλίκια
τι κρίμα που γεννιέστε και μεγαλώνετε έτσι,
που σέρνεστε ανάμεσά μας,
τι κρίμα που σας βρίσκουν άλλοθι, σας αθωώνουν, σας εφησυχάζουν,
γεννήματα μιας σάπιας μάνας,
καθρέφτες μιας σάπιας κοινωνίας,

πότε θα έρθει το τέλος που πρέπει;
ποιό είναι το τέλος που πρέπει;

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2006

Από δω ως την αιωνιότητα



Δυό σώματα που ενώνονται γυμνά,
Μόνα στην πολιτεία που κατοικούνε τα άστρα,
Εφευρίσκουν ακατάπαυστα την επιθυμία.
Δε βλέπονται όταν αγαπιούνται,
Ωραία ή φρικτά φλέγονται σαν δυό κόσμοι
Που συναντιούνται στον ουρανό κάθε χίλια χρόνια.
Μόνο στο λόγο, ανώφελο φεγγάρι, βλέπουμε
Πώς είναι τα δυο σώματά μας όταν αγκαλιάζονται,
Ενώνονται, φτύνουν, μαζεύουν, βράχοι που καταστρέφονται,
Αστέρια που μισούνται, αυτοκρατορίες που προσβάλλονται.
Θωπεύονται εφήμερα μέσα σε χίλιους ήλιους
Που θρυμματίζονται, φιλιούνται ώς με τα βάθη,
Πηδάνε σαν δυο λευκά δελφίνια την ημέρα,
Σαν μια και μόνη πυρκαγιά διασχίζουνε τη νύχτα.

Χόρχε Γκαϊτάν Δουράν, Ενώνονται γυμνά
(μετάφραση Ρήγας Καππάτος)