O Don Basilio κοίταξε τον εαυτό του μέσα στον καθρέπτη, βαθιά μέσα στα μάτια, κι αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να νικήσει ποτέ τους δαίμονες μέσα του. Μάλλον όχι, αλλά έπρεπε να συνεχίζει να προσπαθεί.
Κάθισε κουρασμένος στη μπροστινή βεράντα της Villa Soledad. Νύχτα προχωρημένη. Μαύρη. Σιωπηλή. Μόνο τα τσακάλια ακούγονταν μακριά, πίσω από τους Λόφους της Αλησμονησίας.
Ο Innocencio τον πλησίασε αθόρυβα κι έκατσε δίπλα του. Ο Don Basilio συνέχισε να κοιτάζει ίσια μπροστά μέσα στο σκοτάδι σαν να περίμενε να ξεπηδήσουν από εκεί οι χειρότεροι εχθροί του.
"Δεν αντέχω άλλο να μισώ Innocencio. To μίσος με εξαντλεί, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω. Κατακλύζει το μυαλό μου. Νεκρώνει όλες τις άλλες αισθήσεις μου.
Δεν είναι μόνο οι αναμνήσεις που επανέρχονται, επανέρχονται εκεί που δεν το περιμένω. Είναι η φρικτή εμπειρία του να πρέπει να αντικρύζω -έστω σπάνια- το βασανιστή μου.
Innocencio, Αθώε μου, μόνο εσύ μπορείς να με καταλάβεις. Εσύ που κινείσαι από την ίδια ανάγκη. Την ανάγκη της επιβίωσης. Θέλω να πεθάνει Innocencio. Να πεθάνει. Να εκλείψει. Να χαθεί για πάντα. Πρέπει να πεθάνει. Είναι ανάγκη. Είναι ανάγκη να σταματήσει να με βασανίζει.
Θέλω να είμαι εκεί να τον βλέπω Innocencio. Τον μεγάλο Don Daniele, να τον βλέπω να λιώνει από φρικτή αρρώστια, να σχίζονται οι σάρκες του και ξερνάνε πύον. Να ανοίγει το κεφάλι του και το μυαλό του να χύνεται έξω σαν μαύρο ποτάμι. Να τρελλαίνεται από τους πόνους.
Τρελλαίνομαι Innocencio."
Ο Innocencio ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια του Don Basilio. Τον κοίταξε σιωπηλός.
"Φύγε Innocencio. Δεν έχει νόημα να μείνεις άλλο κοντά μου απόψε. Φύγε."
Δίστασε για μια στιγμή και ύστερα πρόσθεσε.
"Μόνο να είσαι εδώ το πρωί."
O ιαγουάρος πετάχτηκε σαν μαύρο βέλος μέσα στη νύχτα και o Don Basilio έγειρε πίσω το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια του.
2 σχόλια:
!!!!!
τέλειο!
μπεεεεράβο!
:)
Δημοσίευση σχολίου